Το αυτοαποκαλούμενο Κίνημα Πανικού (Mouvement panique) σχηματίσθηκε το 1962 στο Παρίσι.
Εμπνευσμένοι από το θεό Πάνα και τον κινηματογράφο του Μπουνιουέλ, τα ιδρυτικά του μέλη, Fernando Arrabal, Alejandro Jodorowsky και Roland Topor, επιδόθηκαν σε μία σειρά ακραίων εικαστικών δρώμενων και παραστάσεων που σόκαραν: έσφαζαν χήνες επί σκηνής, άλειφαν γυμνές γυναίκες με μέλι για να κολλήσουν επάνω τους ζωντανά φίδια, ενώ για την ταινία Το Ιερό Όρος (1973) του Jodorowsky, σκηνοθέτησαν την κατάκτηση του Μεξικό από τους Ισπανούς με πρωταγωνιστές βατράχους και σαύρες.
Ο λόγος πίσω από τις χαοτικές και σουρεαλιστικές δραστηριότητες του Κινήματος Πανικού δεν ήταν άλλος από την αντίδραση στην μετατροπή του σουρεαλιστικού κινήματος σε επικρατούσα τάση. Οι τρεις καλλιτέχνες επέλεξαν να διαμαρτυρηθούν για τον mainstream, πλέον, σουρεαλισμό, καθιστώντας τον ακόμη πιο ρηξικέλευθο – ακόμη σουρεαλιστικότερο.
Ένα από τα εμβληματικότερα έργα του Κινήματος Πανικού δεν είναι άλλο από το βιβλίο ενός εκ των τριών ιδρυτών του, το Le Locataire Chimerique του Roland Topor. Ο γνωστός στα καθ’ ημάς και ως Ο Ένοικος (εκδ. Opera 1994, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης) γράφτηκε το 1964 και είναι η ιστορία ενός ήπιου, φιλήσυχου και διακριτικού νεαρού άντρα ο οποίος μετακομίζει στο διαμέρισμα μίας γυναίκας μετά την αυτοκτονία της. Αρχικά ικανοποιημένος με το νέο του σπίτι, ο Trelkovsky αρχίζει να υποφέρει από ανεξέλεγκτο φόβο και άγχος μετά από μία παρατήρηση των γειτόνων του κατά τις ώρες της κοινής ησυχίας. Κατατρεγμένος από ενοχές και ανησυχίες οι οποίες σύντομα δίνουν τη θέση τους στον πανικό, ο Trelkovsky αποφεύγει να μετακινεί έπιπλα στο σπίτι του, απομονώνεται από τους φίλους του, για να καταβυθιστεί στην απόλυτη παράνοια. Εκτός ελέγχου πλέον, ο ήρωας του Topor παραμένει ένας παρατηρητής σε παράλυση, ο οποίος παρακολουθεί την απώλεια της ταυτότητάς του εν μέσω αιματοβαμμένων παραισθήσεων και σουρεαλιστικών φαντασιώσεων, για να καταλήξει σε μία αιματηρή κορύφωση.
Με εκτενείς αναφορές στον Κάφκα αλλά και τον Ντοστογιέφσκι, ο Roland Topor πλέκει μία αλληγορία για τον αντικονφορμισμό, τη σύγκρουση των τάξεων (οι αυστηροί γείτονες του Trelkovsky είναι αξιότιμοι Γάλλοι αστοί εν αντιθέσει με τον ήρωα), την αποξένωση των καλλιτεχνών, τον πολιτικό ακτιβισμό, και την απομόνωση στην οποία οδηγούν με ακρίβεια οι κοινωνικές πιέσεις.
Η σκοτεινή θεματική του Ενοίκου δεν πτόησε το ύφος του βιβλίου. Πιθανώς σε αυτό να συνετέλεσε και το γεγονός ότι ο Roland Topor υπήρξε καταξιωμένος κομίστας: ο Ένοικος διέπεται από τόνο εύθυμο και διαβάζεται μάλλον εύκολα.
Πιστός στο βιβλίο και στην αφοσίωση του Topor στο σουρεαλισμό, ο Roman Polanski μετέφερε τον Ένοικο στη μεγάλη οθόνη το 1976 κρατώντας για τον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Ένοικος του Πολάνσκι ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία, το δράμα και τον τρόμο και αποτελεί, μαζί με το Μωρό της Ρόζμαρι και το Repulsion, τη σκοτεινή Τριλογία των Διαμερισμάτων του σκηνοθέτη.
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=aM3RtHxOCKs[/youtube]
Category: Κάνουν τέχνη
Alfred Jarry
Ανάμεσα στον Γάλλο Αλφρέντ Ζαρί (1873-1907) και τον Ελληνα Εμμανουήλ Ροΐδη (1831-1904), οι διαθέσεις κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν. Οι λογοτεχνικές διαθέσεις τους εννοείται (οι δύο άνδρες δεν γνωρίζονταν). Ο Ζαρί υπήρξε πράγματι, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ιδιοφυής μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας (έργο το οποίο πρόσφατα εκδόθηκε στη Γαλλία και σε βιβλίο τσέπης, γεγονός άλλωστε που το καθιέρωσε). Είναι αλήθεια ότι με το χιούμορ του, την αίσθηση του γελοίου, την τάση του για απρόσμενες και λεπτές προσεγγίσεις που επιτρέπει η καλλιέργεια, ο Ζαρί προσφέρει, με τη συνδρομή του φίλου του, έλληνα γιατρού Ιωάννη Σάλτα, σε αστραφτερά και παιγνιώδη γαλλικά, αυτό το υψιπετές λογοτέχνημα. Τώρα ήταν η σειρά ενός Ελληνα να ανταποδώσει τη χειρονομία. Και σαν δίκαιη ανταπόδοση, ο Αχιλλέας Κυριακίδης μετέφρασε τον Υμπύ Τύραννο του Αλφρέντ Ζαρί στα ελληνικά, επίσης με τρόπο ευρηματικό και χυμώδη, τόσο για τις αισθήσεις όσο και για το πνεύμα.
Ο Υμπύ Τύραννος είναι ένα εμβληματικό θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις, μεταφρασμένο σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, παιγμένο και ξαναπαιγμένο από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στη Γαλλία και στο εξωτερικό (αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τους Ζαν Βιλάρ, Αντουάν Βιτέζ και Πίτερ Μπρουκ)· ένα έργο που έχει προ πολλού περάσει στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον. Από την πρώτη λέξη δίνεται το ύφος του έργου. Ενα τονωτικό και αιφνιδιαστικό «Σκρατά κι απόσκρατα!», κάτι που αποτέλεσε μεγάλο σκάνδαλο στην εποχή του. H συνέχεια δεν διαψεύδει την έναρξη, παρ’ όλο που η ιστορία καθεαυτή είναι κοινότοπη και ο αναγνώστης αναρωτιέται τι είναι αυτό που τον σαγηνεύει!
Εξουσία και χρήμα
Βρισκόμαστε σε μια φανταστική Πολωνία. Στην Πολωνία του Ζαρί. Πρόκειται για την ιστορία ενός παλαιού βασιλιά της Αραγονίας και νυν λοχαγού των Δραγόνων, ο οποίος, ωθούμενος από τη φιλόδοξη σύζυγό του, αποφασίζει να ανατρέψει τον βασιλιά. Οταν όμως η συνωμοσία του αποκαλύπτεται, τυχαία, από έναν αγγελιοφόρο του βασιλιά, ο ήρωάς μας, αιφνιδιασμένος, ξεστομίζει ένα τσουχτερό: «Ω, σκρατά κι απόσκρατα, την προύτσισα, με ψυλλιαστήκαν, μα το πράσινο καυλί μου, θα μου πάρουν το κεφάλι! Ωιμέ, ωιμέ!». Κατορθώνει ωστόσο να διαφύγει και να γίνει βασιλιάς, μη διστάζοντας να εγκαταλείψει τον συνένοχό του με τον οποίο έστησε την πλεκτάνη. Ο δρόμος ανοίγει. Του απομένει να μεθύσει από την εξουσία και να πλουτίσει με το χρήμα των άλλων. Αλλά το παρακάνει. Αποτέλεσμα, ο τσάρος της Ρωσίας, γείτονάς του, δεν έχει άλλη λύση παρά να του κηρύξει τον πόλεμο. Ο κυρ Υμπύ, με τη σειρά του, αναγκάζεται να πάρει τα όπλα, χωρίς πολύ ζήλο είναι η αλήθεια. Το μόνο που του δίνει χαρά είναι η σκέψη ότι θα υποβάλει τον τσάρο σε βασανιστήρια όταν τον νικήσει: «Θα τον τιμωρήσω με συστροφή της μύτης και των οδόντων, αποκόλληση της γλώσσας και διακόρευση των αφτιών με ξυλαράκι». Δεν έχει υπολογίσει όμως ότι η γυναίκα του, η οποία έχει παραμείνει στην Πολωνία, καταχράται τα πλούτη του παλατιού.
Οσο και αν της κακοφανεί όμως, ο μοναδικός επιζών του πραξικοπήματος, ο γιος του βασιλιά, την αναγκάζει να φύγει. Αλλά και ο κυρ Υμπύ, ηττημένος στον πόλεμο, είναι και αυτός αναγκασμένος να τραπεί σε φυγή. Από καθαρή σύμπτωση θα βρεθούν και οι δύο στην ίδια κρυψώνα! Φυσικά, όταν την αντικρίζει, ο κυρ Υμπύ δεν μπορεί να λησμονήσει την προδοσία της γυναίκας του, την οποία σκοπεύει να υποβάλει σε ένα μαρτύριο ανάλογο της κακοήθειάς της, πολύ πιο πολύπλοκο από εκείνο που προόριζε για τον τσάρο: «Συστροφή της μύτης, εκρίζωση μαλλιών, εμβολή του ξυλαρακίου στ’ αφτιά, αναρρόφηση του εγκεφάλου από τις φτέρνες, τεμαχισμός του πισινού, μερική ή ακόμα και ολική συμπίεση του νωτιαίου μυελού (μπας και βάλει λίγο μυελό), χωρίς να ξεχνάμε τη διάνοιξη της νηκτικής κύστεως και, τέλος, τον μεγάλο, εκσυγχρονισμένο εκτραχηλισμό του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου – τα πάντα βασισμένα στην Αγία Γραφή, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, όπως ενημερώθηκαν, διορθώθηκαν και τελειοποιήθηκαν από τον υποφαινόμενο Αρχιφορολόγο…». Τελικά, τέλος καλό όλα καλά: οι δύο σύζυγοι συμφιλιώνονται και βρίσκονται στο κατάστρωμα ενός καραβιού με προορισμό την περιπέτεια…
Μια καρικατούρα
Με μια πρώτη ματιά, το έργο αυτό μπορεί να φαίνεται γκροτέσκα φάρσα, γρήγορα όμως αναδεικνύεται σε κορυφαία σάτιρα. Γιατί ο Υμπύ του Ζαρί είναι όχι μόνο η καρικατούρα ενός κοινού αστού, αλλά πρωτίστως η καρικατούρα ενός κοινού ανθρώπου, του οικουμενικού ανθρώπου. Ο Υμπύ κατά βάθος είναι μια απλοϊκή, κοινή και συγχρόνως μακιαβελική ύπαρξη, η οποία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί προς όφελός της κάθε περίσταση και επιθυμεί άπληστα πάντα περισσότερα από όσα ήδη κατέχει. Ο Υμπύ είναι πράγματι μια τεράστια προσωπικότητα, τόσο τεράστια που – σαν να ήταν απαραίτητη μια επιπλέον απόδειξη – κληροδότησε στη γαλλική γλώσσα ένα επίθετο, το Ubuesque, πάντα ζωντανό, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για να χαρακτηρίσει την ωμότητα και τη δειλία. Και αναρωτιέμαι αν υπάρχει καλύτερη μοίρα για ένα έργο τέχνης από το να κληροδοτήσει με μια λέξη την αιωνιότητα! Μια λέξη η οποία από μόνη της εκφράζει έναν χαρακτήρα.
Ο Ζαρί έγραψε αυτό το έργο σε ηλικία δεκαπέντε ετών· ευτυχές γεγονός, όταν ξέρει κανείς ότι έφυγε νωρίς από τη ζωή, στην ηλικία των τριάντα τεσσάρων ετών, λίγο εξαιτίας του ποτού, λίγο εξαιτίας του αιθέρα (για τον οποίο του άρεσε να λέει ότι τον «ξελεκιάζει») και λίγο εξαιτίας της αρρώστιας. Σαν τον Ρεμπό, ο οποίος επίσης έγραψε το ωραιότερο ποίημά του – το Μεθυσμένο καράβι – στην ηλικία των δεκαεπτά ετών, προτού χαθεί και εκείνος πρόωρα. Στην πραγματικότητα, ο Ζαρί συνάντησε τον ήρωά του στο λύκειο, συγκεκριμένα στο πρόσωπο του καθηγητή της Φυσικής, ενός από εκείνους τους πομπώδεις και γελοίους καθηγητές που εμπνέουν πάντα τους μαθητές, όπως έγινε και τότε.
Το «άτιμο πλάσμα»
Στα δεκαεπτά του χρόνια, ένας οξυδερκής νεαρός, ο Αλφρέντ Ζαρί, τα έχει καταλάβει όλα. Στη σύντομη ζωή του δεν θα σταματήσει να χλευάζει την ανθρώπινη πράξη. Δεν θα αποδεχθεί ούτε καν τους κοινωνικούς κώδικες, όπως έκανε ο Ρεμπό – στον οποίο μοιάζει από πολλές απόψεις – που περιθωριοποιήθηκε παίρνοντας συνειδητά τον δρόμο της Ερυθραίας. Ο Ζαρί περιθωριοποιήθηκε από τον Υμπύ του, αυτό το «άτιμο πλάσμα» στο οποίο θα δώσει πολλές μορφές (Υμπύ δεσμώτης, Υμπύ από την ανάποδη, Υμπύ κερατάς, Υμπύ στον λόφο). Ο ήρωάς του μάλιστα θα τον μπερδέψει. Ο Υμπύ είναι ο Ζαρί. Και ο Ζαρί ο Υμπύ. Αμφότεροι δεν θα πάψουν να ψέγουν τη βλακεία και την κακία των ανθρώπων. Με διάφορα όπλα. Με το χιούμορ κατ’ αρχάς. Ενα χιούμορ τόσο καταλυτικό που θα απαλλάξει τον Ζαρί ακόμη και από τη στρατιωτική του θητεία! Επειτα με τη γλώσσα. Τις λέξεις τις επιλέγει, τις τραβά προς κάθε κατεύθυνση, τις υποβάλλει σε έναν ετυμολογικό εκτροχιασμό, εφευρίσκοντας μια γλώσσα αποκλειστικά δική του. Οσο για τη λογοτεχνική παράδοση, τη χρησιμοποιεί κατά βούληση, αντλώντας τις αναφορές του όπου και όπως του ταιριάζει, αντιπαραθέτοντας βίαια τα κείμενα και τα είδη, παράγοντας μια δραματουργική δυναμική που γυρνά την πλάτη στους θιασώτες του νατουραλισμού και του συμβολισμού, όπως έπραξαν στη μουσική οι Ραβέλ, Ντεμπυσί και Στραβίνσκι, και στη ζωγραφική ο Πικάσο. Στη γλώσσα του προσδίδει μια θεατρική αποτελεσματικότητα ανεξίτηλη, η οποία λειτουργεί και επιβάλλεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ευστοχία. Ο Αλφρέντ Ζαρί κατασκεύασε ακόμη ένα όπλο, εξίσου τρομακτικό, που του επιτρέπει να κοιτάζει την ύπαρξη και τον κόσμο με το βλέμμα – ταυτόχρονα κοντινό και απόμακρο – του ορθολογιστή: την Παταφυσική, τη μέθοδο, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε θεωρία, η οποία συνίσταται στην ατελεύτητη και αυστηρή πρακτική αναζήτησης της φανταστικής λύσης. Με άλλα λόγια, αφηγήσεις που υπόκεινται σε έναν κανόνα παραγωγής μαθηματικής τάξεως, που αναπτύσσει την αρχή της αναλογικότητας των αντιθέτων.
Σας αποτρέπω με αυτό που είπα; Να το ξεχάσετε· εκτός αν το παιχνίδι σάς διασκεδάζει. Ποτέ ο Ζαρί δεν πέφτει στην παγίδα της διανοητικότητας. Ο Υμπύ του έχει σάρκα και οστά. Είναι τόσο ανθρώπινος, που θα σας αρέσει πολύ, μα πάρα πολύ.
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=hsjFiLg8F4Q[/youtube]
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=zWSxTqTjDLE[/youtube]
Περισσότερα…
Andor Kertész
Ο André Kertész γεννιέται ως Andor Kertész στην Βουδαπέστη από εβραίους γονείς στις 2 Ιουλίου 1894, μεσαίο από τα τρία αγόρια της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν βιβλιοπώλης, αλλά όταν πέθανε η οικογένεια αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα. Η βοήθεια ήρθε από τον αδερφό της μητέρας, που τους πήρε μαζί του στο Szigetbecse, μια μικρή πόλη της Ουγγαρίας. Η επαρχιακή ζωή και οι εικόνες της επηρεάζουν τον Kertész στη φωτογραφική του πορεία.
Σε ηλικία έξι μόλις ετών, το 1900, πρωτοβλέπει περιοδικά με φωτογραφίες. Κυριολεκτικά μαγεμένος, αποφασίζει ότι θα γίνει φωτογράφος, όταν μεγαλώσει. Αργότερα θα πει ότι από πολύ νωρίς έβλεπε τον κόσμο φωτογραφικά, “συνθέτοντας με το μάτι” πολύ πριν αξιωθεί με τις πρώτες του οικονομίες να αγοράσει (το 1912, 18 ετών) την πρώτη του μηχανή που ήταν μια ICA με πλάκες 4,5×6. Θα πάρει την μηχανή μαζί του πηγαίνοντας το 1914 στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πράγμα που, όπως έλεγε, τον βοήθησε να επιβιώσει. Μετά τον πόλεμο επιστρέφει με μισή καρδιά στο Χρηματιστήριο. Για λίγο καιρό αλλάζει δουλειά και ασχολείται με τη μελισσοκομία. Αλλά η βασική του ασχολία και η μόνη πηγή χαράς είναι γι αυτόν η φωτογράφηση.
Το 1925 ο André Kertész φεύγει για το Παρίσι – όπου φτάνουν συνεχώς και πολλοί άλλοι ξένοι καλλιτέχνες – με την οριστική απόφαση να αφοσιωθεί στη φωτογραφία. Η πόλη τον γοητεύει και αρχίζει αμέσως να την περιδιαβάζει και να την φωτογραφίζει. Το Παρίσι είναι την εποχή αυτή η καλλιτεχνική καρδιά τού κόσμου, παρόλο που αντίστοιχους πόλους έλξης αποτελούν και η Γερμανία και η Νέα Υόρκη. Ο Kertész αρχίζει να συναναστρέφεται διάφορους γνωστούς καλλιτέχνες, τόσο Γάλλους όσο και ξένους, μεταξύ των οποίων και πολλούς Ούγγρους. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο η δουλειά του γίνεται γνωστή και πολλά περιοδικά τού ζητούν φωτογραφίες. Το 1928 αγοράζει μία από τις πρώτες Leica. Οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα φωτογραφίζει αδιάκοπα και για τον ίδιο, χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο, τη ζωή στους δρόμους, τούς φίλους του κ.λπ. Πολύ σύντομα θα κάνει και τις πρώτες του εκθέσεις και θα πουλήσει και μερικές φωτογραφίες σε συλλογές Μουσείων. Ακολουθούν τα βιβλία, όπου κυριαρχούν οι προσωπικές του φωτογραφίες από το αγαπημένο του Παρίσι, την πόλη που τον δέχτηκε στους κόλπους της και τον αναγνώρισε σαν ταλαντούχο φωτογράφο, την πόλη όπου βρήκε τον εαυτό του και οριστικοποίησε τη φωτογραφική του ματιά. Το 1931 έρχεται να τον βρει η μετέπειτα γυναίκα του και από πολλών χρόνων αγαπημένη του, η Elisabeth.
Το 1935 υπήρξε μια μοιραία χρονιά για τον Kertész. Αποφασίζει να φύγει με την γυναίκα του για τη Νέα Υόρκη, μετά από μία πρόταση τού πρακτορείου Keystone. Υπολογίζει να λείψει ένα χρόνο περίπου. Όμως, χάρη σε μια παράξενη συγκυρία, θα ζήσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη χώρα αυτή δεν θα βρει, για πολλά χρόνια, ούτε αναγνώριση, ούτε την αγάπη, που τόσο αφειδώς τού είχε επιδαψιλεύσει το Παρίσι. Τα διάφορα ειδησεογραφικά περιοδικά, που ανθούν την εποχή αυτή στην Αμερική, βρίσκουν τις φωτογραφίες του πολύ προσωπικές, πολύ “ομιλητικές”, όπως τού είπε ένα από αυτά, εννοώντας προφανώς ότι δεν ήταν αρκετά αδιάφορες για να τις σχολιάσουν όπως θα ήθελαν οι εκδότες, και από την άλλη καθόλου «εντυπωσιακές» και επομένως ελκυστικές, για τους αναγνώστες. Ο Kertész πικραίνεται πολύ με όλα αυτά, αλλά δεν κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Διακόπτει τη συνεργασία του με το Keystone. Επιβιώνει χάρη σε μια μικρή επιχείρηση τής Elisabeth. Από την άλλη μεριά, η δουλειά του δεν αναγνωρίζεται (παρά μόνον σποραδικά) ούτε από τούς «καλλιτεχνικούς» φωτογραφικούς κύκλους, δηλ. από τα μουσεία, τις γκαλερί και τους εκδοτικούς οίκους. Θα κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση μετά 10 χρόνια, το 1945 στο Σικάγο, ενώ στην Νέα Υόρκη θα εκθέσει μόνος του για πρώτη φορά το 1964 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το 1945 με πρωτοβουλία τού Alexei Brodovitch, βγαίνει ένα βιβλίο του με τίτλο “Day of Paris”, το οποίο περιλαμβάνει μόνο γαλλικές φωτογραφίες. Παρόλη την πικρία του, δεν είναι εύκολο για τούς Kertész να γυρίσουν στο Παρίσι, λόγω τού Πολέμου, και το ΄44 αποκτούν και οι δυο τους την Αμερικανική υπηκοότητα. Κατά τα χρόνια που ακολουθούν ο Kertész θα έχει μια περιορισμένη συνεργασία με μερικά περιοδικά, έως ότου, το 1949, υπογράψει ένα αποκλειστικό συμβόλαιο με το περιοδικό “House and Garden”, όπου θα δουλέψει έως το 1962. Παράλληλα, φωτογραφίζει και με τη Leica στον ελεύθερο χρόνο του (που όμως είναι λίγος), παραμένοντας όμως πάντοτε στο περιθώριο των αμερικανικών καλλιτεχνικών κύκλων.
Από το 1962 και μετά, και κυρίως από τότε που ο Szarkowski τού κάνει έκθεση στο MOMA (1964) αρχίζει (σιγά-σιγά πρώτα και ραγδαία στη συνέχεια) μια διεθνής πλέον και σε όλα τα επίπεδα αναγνώριση τού Kertész. Εκθέτει σ’ όλο τον κόσμο, εκδίδει βιβλία, δέχεται διεθνείς διακρίσεις. Ωστόσο, δεν θα ξεπεράσει ποτέ την πικρία του απέναντι στις Η.Π.Α.
Το 1977 η Elisabeth πεθαίνει από καρκίνο και ο ίδιος είναι πια 83 ετών. Εξακολουθεί να ζει στο διαμέρισμα όπου έζησαν σχεδόν από την αρχή, πάνω στη Washington Square, και φωτογραφίζει ακόμα, παρόλο που τα χέρια του χάνουν σιγά-σιγά τη σταθερότητά τους. Προς το τέλος τής ζωής του, φωτογραφίζει με ένταση, αποκλειστικά μέσα στο σπίτι του, διάφορες συνθέσεις αντικειμένων, στη μνήμη τής Elisabeth, καθώς και εικόνες από το παράθυρό του, που θα γίνουν βιβλίο το 1981 με τίτλο “From my window”. Η διεθνής αναγνώριση συνεχίζεται και το 1982 παίρνει το μεγάλο εθνικό βραβείο φωτογραφίας στο Παρίσι. Πέθανε στο διαμέρισμά του στις 28 Σεπτεμβρίου τού 1985 σε ηλικία 91 ετών. Περισσότερα…
Σε ηλικία έξι μόλις ετών, το 1900, πρωτοβλέπει περιοδικά με φωτογραφίες. Κυριολεκτικά μαγεμένος, αποφασίζει ότι θα γίνει φωτογράφος, όταν μεγαλώσει. Αργότερα θα πει ότι από πολύ νωρίς έβλεπε τον κόσμο φωτογραφικά, “συνθέτοντας με το μάτι” πολύ πριν αξιωθεί με τις πρώτες του οικονομίες να αγοράσει (το 1912, 18 ετών) την πρώτη του μηχανή που ήταν μια ICA με πλάκες 4,5×6. Θα πάρει την μηχανή μαζί του πηγαίνοντας το 1914 στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πράγμα που, όπως έλεγε, τον βοήθησε να επιβιώσει. Μετά τον πόλεμο επιστρέφει με μισή καρδιά στο Χρηματιστήριο. Για λίγο καιρό αλλάζει δουλειά και ασχολείται με τη μελισσοκομία. Αλλά η βασική του ασχολία και η μόνη πηγή χαράς είναι γι αυτόν η φωτογράφηση.
Το 1925 ο André Kertész φεύγει για το Παρίσι – όπου φτάνουν συνεχώς και πολλοί άλλοι ξένοι καλλιτέχνες – με την οριστική απόφαση να αφοσιωθεί στη φωτογραφία. Η πόλη τον γοητεύει και αρχίζει αμέσως να την περιδιαβάζει και να την φωτογραφίζει. Το Παρίσι είναι την εποχή αυτή η καλλιτεχνική καρδιά τού κόσμου, παρόλο που αντίστοιχους πόλους έλξης αποτελούν και η Γερμανία και η Νέα Υόρκη. Ο Kertész αρχίζει να συναναστρέφεται διάφορους γνωστούς καλλιτέχνες, τόσο Γάλλους όσο και ξένους, μεταξύ των οποίων και πολλούς Ούγγρους. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο η δουλειά του γίνεται γνωστή και πολλά περιοδικά τού ζητούν φωτογραφίες. Το 1928 αγοράζει μία από τις πρώτες Leica. Οι παραγγελίες πολλαπλασιάζονται, ενώ ταυτόχρονα φωτογραφίζει αδιάκοπα και για τον ίδιο, χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο, τη ζωή στους δρόμους, τούς φίλους του κ.λπ. Πολύ σύντομα θα κάνει και τις πρώτες του εκθέσεις και θα πουλήσει και μερικές φωτογραφίες σε συλλογές Μουσείων. Ακολουθούν τα βιβλία, όπου κυριαρχούν οι προσωπικές του φωτογραφίες από το αγαπημένο του Παρίσι, την πόλη που τον δέχτηκε στους κόλπους της και τον αναγνώρισε σαν ταλαντούχο φωτογράφο, την πόλη όπου βρήκε τον εαυτό του και οριστικοποίησε τη φωτογραφική του ματιά. Το 1931 έρχεται να τον βρει η μετέπειτα γυναίκα του και από πολλών χρόνων αγαπημένη του, η Elisabeth.
Το 1935 υπήρξε μια μοιραία χρονιά για τον Kertész. Αποφασίζει να φύγει με την γυναίκα του για τη Νέα Υόρκη, μετά από μία πρόταση τού πρακτορείου Keystone. Υπολογίζει να λείψει ένα χρόνο περίπου. Όμως, χάρη σε μια παράξενη συγκυρία, θα ζήσει εκεί την υπόλοιπη ζωή του. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη χώρα αυτή δεν θα βρει, για πολλά χρόνια, ούτε αναγνώριση, ούτε την αγάπη, που τόσο αφειδώς τού είχε επιδαψιλεύσει το Παρίσι. Τα διάφορα ειδησεογραφικά περιοδικά, που ανθούν την εποχή αυτή στην Αμερική, βρίσκουν τις φωτογραφίες του πολύ προσωπικές, πολύ “ομιλητικές”, όπως τού είπε ένα από αυτά, εννοώντας προφανώς ότι δεν ήταν αρκετά αδιάφορες για να τις σχολιάσουν όπως θα ήθελαν οι εκδότες, και από την άλλη καθόλου «εντυπωσιακές» και επομένως ελκυστικές, για τους αναγνώστες. Ο Kertész πικραίνεται πολύ με όλα αυτά, αλλά δεν κάνει την παραμικρή υποχώρηση. Διακόπτει τη συνεργασία του με το Keystone. Επιβιώνει χάρη σε μια μικρή επιχείρηση τής Elisabeth. Από την άλλη μεριά, η δουλειά του δεν αναγνωρίζεται (παρά μόνον σποραδικά) ούτε από τούς «καλλιτεχνικούς» φωτογραφικούς κύκλους, δηλ. από τα μουσεία, τις γκαλερί και τους εκδοτικούς οίκους. Θα κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση μετά 10 χρόνια, το 1945 στο Σικάγο, ενώ στην Νέα Υόρκη θα εκθέσει μόνος του για πρώτη φορά το 1964 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Το 1945 με πρωτοβουλία τού Alexei Brodovitch, βγαίνει ένα βιβλίο του με τίτλο “Day of Paris”, το οποίο περιλαμβάνει μόνο γαλλικές φωτογραφίες. Παρόλη την πικρία του, δεν είναι εύκολο για τούς Kertész να γυρίσουν στο Παρίσι, λόγω τού Πολέμου, και το ΄44 αποκτούν και οι δυο τους την Αμερικανική υπηκοότητα. Κατά τα χρόνια που ακολουθούν ο Kertész θα έχει μια περιορισμένη συνεργασία με μερικά περιοδικά, έως ότου, το 1949, υπογράψει ένα αποκλειστικό συμβόλαιο με το περιοδικό “House and Garden”, όπου θα δουλέψει έως το 1962. Παράλληλα, φωτογραφίζει και με τη Leica στον ελεύθερο χρόνο του (που όμως είναι λίγος), παραμένοντας όμως πάντοτε στο περιθώριο των αμερικανικών καλλιτεχνικών κύκλων.
Από το 1962 και μετά, και κυρίως από τότε που ο Szarkowski τού κάνει έκθεση στο MOMA (1964) αρχίζει (σιγά-σιγά πρώτα και ραγδαία στη συνέχεια) μια διεθνής πλέον και σε όλα τα επίπεδα αναγνώριση τού Kertész. Εκθέτει σ’ όλο τον κόσμο, εκδίδει βιβλία, δέχεται διεθνείς διακρίσεις. Ωστόσο, δεν θα ξεπεράσει ποτέ την πικρία του απέναντι στις Η.Π.Α.
Το 1977 η Elisabeth πεθαίνει από καρκίνο και ο ίδιος είναι πια 83 ετών. Εξακολουθεί να ζει στο διαμέρισμα όπου έζησαν σχεδόν από την αρχή, πάνω στη Washington Square, και φωτογραφίζει ακόμα, παρόλο που τα χέρια του χάνουν σιγά-σιγά τη σταθερότητά τους. Προς το τέλος τής ζωής του, φωτογραφίζει με ένταση, αποκλειστικά μέσα στο σπίτι του, διάφορες συνθέσεις αντικειμένων, στη μνήμη τής Elisabeth, καθώς και εικόνες από το παράθυρό του, που θα γίνουν βιβλίο το 1981 με τίτλο “From my window”. Η διεθνής αναγνώριση συνεχίζεται και το 1982 παίρνει το μεγάλο εθνικό βραβείο φωτογραφίας στο Παρίσι. Πέθανε στο διαμέρισμά του στις 28 Σεπτεμβρίου τού 1985 σε ηλικία 91 ετών. Περισσότερα…
Miroslav Tichy
Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1926 στο χωριό Kyjov στη Μοραβία της Τσεχίας. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Πράγας και σύντομα στράφηκε στη φωτογραφία. Ζούσε στο δρόμο, χωρίς μόνιμη στέγη και χωρίς τίποτα στη κατοχή του. Μόνος του κατασκευάζει τις αυτοσχέδιες φωτογραφικές μηχανές του από υλικά ευτελή όπως χαρτόνι, λάστιχο, κονσέρβες, καπάκια από μπουκάλια κ.α., οι φακοί κατασκευασμένοι απ’ τον ίδιο, χρησιμοποιώντας κατεργασμένα από τον ίδιο κομμάτια plexiglas -γυαλισμένα με γυαλόχαρτο ή οδοντόκρεμα και στάχτη από τσιγάρο. Αιτιολογούσε την επιλογή του αυτή, λέγοντας πως «το λάθος είναι αναπόσπαστο μέρος των εικόνων, είναι ποίηση και γι’ αυτό χρειάζεται μια κακής ποιότητας μηχανή». Το αποτέλεσμα φυσικά φωτογραφίες κακοτυπωμένες, γρατσουνισμένες και θολές, ενώ οι εικονιζόμενες μορφές μοιάζουν εξαϋλωμένες. Επίσης κατασκεύασε έναν αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο στο έρημο σπίτι όπου ζούσε και εμφάνιζε και τύπωνε τις φωτογραφίες του.
Σε όλη του τη ζωή είχε μόνιμη άρνηση των υλικών αγαθών, καθώς επίσης ήταν μονίμως απών από τη κοινωνική ζωή. Το 1948, καθώς στα πολιτικά πράματα της Τσεχοσλοβακίας επικράτησε το Κουμμουνιστικό καθεστώς, για τον Tichy ξεκίνησε μία σειρά εννέα ετών από αλλεπάλληλες διώξεις και φυλακίσεις, ώσπου τελικά αυτοεξορίζεται στη γενέθλια πόλη του ζώντας ως ερημίτης σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι δίχως να έχει επαφές με άλλους ανθρώπους, πάρα μόνο τις απαραίτητες.
Αγαπημένο του φωτογραφικό θέμα οι γυναίκες. Φωτογραφίζει κάθε τύπο γυναίκας, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά της. Ο φακός του λειτουργεί σαν μια κλειδαρότρυπα και όταν τον ρωτούν γιατί φωτογραφίζει μόνο γυναίκες, εκείνος απαντά: «Γιατί τα γλυπτά του Michelangelo αναπαριστούν μόνο αρσενικές μορφές;». Χαρακτηρίστηκε ως ένας πραγματικά εκκεντρικός άνθρωπος με εμμονή στο γυναικείο σώμα. Ενώ άλλοι ζητούσαν από γυναίκες να ποζάρουν και χρησιμοποιούσαν την τελευταία λέξη στην τεχνολογία της φωτογραφίας, ο Tichy κρυβόταν πίσω από θάμνους φωτογράφιζε με τις αυτοσχέδιες φωτογραφικές μηχανές του και αφού τις εμφάνιζε πέταγε την εκάστοτε φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιούσε.
Τις φωτογραφίες του τις κακομεταχειρίζεται, τις χρησιμοποιεί για προσάναμμα, τις σκίζει, τις καταστρέφει με οποιονδήποτε τρόπο. Σύμφωνα με τη θεωρία του, «η φωτογραφία είναι ζωγραφική με το φως, η φωτογραφία δημιουργείται από την αντίθεση μεταξύ σκότους και φωτός…». Ελάχιστα τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τον απασχολεί κυρίως, η διαδικασία της φωτογράφησης. Στο έργο του διακρίνονται τρία στάδια: η «τυφλή» φωτογράφηση, η «ανακάλυψη» εικόνων κατά την εμφάνιση των φωτογραφιών, η επεξεργασία των εικόνων (ζωγραφικές επεμβάσεις, γρατσουνιές, δαχτυλιές, διάφορα επίκτητα ψεγάδια). Θεωρεί σημαντικότερο το τελευταίο στάδιο, τονίζοντας ότι «αυτό είναι η ποίηση, κάτι όμορφο και τέλειο δεν αφορά κανέναν…».
Σήμερα δεν τον ενδιαφέρει η φωτογράφηση και σχετικά με αυτό δήλωσε : «Τελείωσα. Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι το ρούμι…».
Η διάσωση των φωτογραφιών που δεν κατέστρεψε ο Tichy, οφείλεται στον Roman Buxbaum ο οποίος εκθέτει τις συγκεκριμένες φωτογραφίες που κατάφερε να διασώσει μέσω του Ιδρύματος Tichy με το αζημίωτο βέβαια. Περισσότερα…
Σε όλη του τη ζωή είχε μόνιμη άρνηση των υλικών αγαθών, καθώς επίσης ήταν μονίμως απών από τη κοινωνική ζωή. Το 1948, καθώς στα πολιτικά πράματα της Τσεχοσλοβακίας επικράτησε το Κουμμουνιστικό καθεστώς, για τον Tichy ξεκίνησε μία σειρά εννέα ετών από αλλεπάλληλες διώξεις και φυλακίσεις, ώσπου τελικά αυτοεξορίζεται στη γενέθλια πόλη του ζώντας ως ερημίτης σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι δίχως να έχει επαφές με άλλους ανθρώπους, πάρα μόνο τις απαραίτητες.
Αγαπημένο του φωτογραφικό θέμα οι γυναίκες. Φωτογραφίζει κάθε τύπο γυναίκας, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά της. Ο φακός του λειτουργεί σαν μια κλειδαρότρυπα και όταν τον ρωτούν γιατί φωτογραφίζει μόνο γυναίκες, εκείνος απαντά: «Γιατί τα γλυπτά του Michelangelo αναπαριστούν μόνο αρσενικές μορφές;». Χαρακτηρίστηκε ως ένας πραγματικά εκκεντρικός άνθρωπος με εμμονή στο γυναικείο σώμα. Ενώ άλλοι ζητούσαν από γυναίκες να ποζάρουν και χρησιμοποιούσαν την τελευταία λέξη στην τεχνολογία της φωτογραφίας, ο Tichy κρυβόταν πίσω από θάμνους φωτογράφιζε με τις αυτοσχέδιες φωτογραφικές μηχανές του και αφού τις εμφάνιζε πέταγε την εκάστοτε φωτογραφική μηχανή που χρησιμοποιούσε.
Τις φωτογραφίες του τις κακομεταχειρίζεται, τις χρησιμοποιεί για προσάναμμα, τις σκίζει, τις καταστρέφει με οποιονδήποτε τρόπο. Σύμφωνα με τη θεωρία του, «η φωτογραφία είναι ζωγραφική με το φως, η φωτογραφία δημιουργείται από την αντίθεση μεταξύ σκότους και φωτός…». Ελάχιστα τον ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τον απασχολεί κυρίως, η διαδικασία της φωτογράφησης. Στο έργο του διακρίνονται τρία στάδια: η «τυφλή» φωτογράφηση, η «ανακάλυψη» εικόνων κατά την εμφάνιση των φωτογραφιών, η επεξεργασία των εικόνων (ζωγραφικές επεμβάσεις, γρατσουνιές, δαχτυλιές, διάφορα επίκτητα ψεγάδια). Θεωρεί σημαντικότερο το τελευταίο στάδιο, τονίζοντας ότι «αυτό είναι η ποίηση, κάτι όμορφο και τέλειο δεν αφορά κανέναν…».
Σήμερα δεν τον ενδιαφέρει η φωτογράφηση και σχετικά με αυτό δήλωσε : «Τελείωσα. Δεν έχω κάτι άλλο να πω. Το μόνο που μ’ ενδιαφέρει είναι το ρούμι…».
Η διάσωση των φωτογραφιών που δεν κατέστρεψε ο Tichy, οφείλεται στον Roman Buxbaum ο οποίος εκθέτει τις συγκεκριμένες φωτογραφίες που κατάφερε να διασώσει μέσω του Ιδρύματος Tichy με το αζημίωτο βέβαια. Περισσότερα…
Sally Mann
Η Sally Mann γεννήθηκε το 1951 στο Lexington της Virginia και σπούδασε θεωρία της φωτογραφίας στο Praestegaard Film School και στο Ansel Adams Yosemite Workshop.Οι πρώτες της δουλειές το διάστημα 1971-1991, Dream Sequence, the Lewis Low portfolio, Portraits of women και Platinum Prints (που εκδίδονται όλες μαζί το 1994 υπό τον τίτλο Still Time) περνάνε σχετικά απαρατήρητες από κοινό και κριτικούς και η Mann δουλεύει για τα προς το ζειν, φωτογραφίζοντας γάμους και άλλες τελετές κατά παραγγελία. Η ίδια γίνεται γνωστή με τις ενότητες, Αt twelve: Portraits of young women (1988) και Immediate Family (1992). Εδώ, η Mann πραγματεύεται τα μπερδεμένα συναισθήματα που δημιουργεί το πέρασμα από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, φωτογραφίζοντας τις κόρες της με έναν τρόπο που θα σχολιαστεί αντιφατικά και ενίοτε αρνητικά από τους θεωρητικούς και τους κριτικούς, μερικοί από τους οποίους την κατηγορούν ότι παράγει παιδική πορνογραφία. Οι φωτογραφίες της αναμυγνείουν την αθωότητα με τον ερωτισμό και την παιδική ανεμελιά με την βιωματική ενηλικίωση. Στον πρόλογο του Immediate Family γράφει: “Αυτές είναι οι φωτογραφίες των παιδιών μου. Κάποιες είναι υπαινικτικές, κάποιες μυθοπλαστικές και κάποιες τελείως φανταστικές. Οι περισσότερες όμως απεικονίζουν καθημερινές καταστάσεις που κάθε μητέρα έχει ζήσει. Φωτογραφίζω τα παιδιά μου όταν είναι θυμωμένα, άρρωστα, γυμνά, όταν μορφάζουν, όταν ποζάρουν.” Οι κακές κριτικές και οι κατηγορίες περί παιδικής πορνογραφίας, θα αναγκάσουν την Mann να στραφεί κατόπιν σε διαφορετικά θέματα. Στις τελευταίες της δουλειές, Mother Land:Recent Georgia and Virginia Landscapes (1997), What remains (2003) και Deep South (2003) η Mann φωτογραφίζοντας με παλιές μηχανές και ταλαιπωρημένους φακούς, δημιουργεί ονειρικές εικόνες τοπίων, αντλώντας έμπνευση από το ρεύμα του πικτοριαλισμού και κυρίως από τους Watkins και O’Sullivan.
Περισσότερα..
Κι άλλα..
James Nachtwey – Ο Άνθρωπος…
Ο James Nachtwey είναι αμερικανός πολεμικός φωτορεπόρτερ, κατά πολλούς ο καλύτερος στον κόσμο.
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1948. Μεγάλωσε στη Μασαχουσέτη και στο κολέγιο σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Πολιτικές Επιστήμες. Έκανε πολλές δουλειές, μεταξύ των οποίων φορτηγατζής και εργάτης σε εμπορικά πλοία. Τα ταξίδια του αυτά, σε συνδυασμό με τις εικόνες που έβλεπε από τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη συμμετοχή του σε οργανώσεις Ανθρώπινων Δικαιωμάτων γέννησαν την αγάπη του για τη φωτογραφία.
Είναι αυτοδίδακτος φωτογράφος και το 1976 ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ σε μια μικρή εφημερίδα της πολιτείας New Mexico. Το 1980 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και γίνεται ελεύθερος επαγγελματίας συνεργαζόμενος με περιοδικά και εφημερίδες. Το 1981 κάνει την πρώτη του δουλειά εκτός Η.Π.Α, ταξιδεύοντας στην Ιρλανδία.
Οι κυριότερες συνεργασίες του:
– Από το 1984 συνεργάζεται με το περιοδικό Time
– Την περίοδο 1980 – 1985 εργάστηκε για το πρακτορείο Black Star
– Ήταν μέλος του πρακτορείου Magnum την περίοδο 1986 – 2001
– Το 2001 ίδρυσε μαζί με άλλους το πρακτορείο VII Photo
Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1948. Μεγάλωσε στη Μασαχουσέτη και στο κολέγιο σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Πολιτικές Επιστήμες. Έκανε πολλές δουλειές, μεταξύ των οποίων φορτηγατζής και εργάτης σε εμπορικά πλοία. Τα ταξίδια του αυτά, σε συνδυασμό με τις εικόνες που έβλεπε από τον πόλεμο του Βιετνάμ και τη συμμετοχή του σε οργανώσεις Ανθρώπινων Δικαιωμάτων γέννησαν την αγάπη του για τη φωτογραφία.
Είναι αυτοδίδακτος φωτογράφος και το 1976 ξεκίνησε να εργάζεται ως φωτορεπόρτερ σε μια μικρή εφημερίδα της πολιτείας New Mexico. Το 1980 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και γίνεται ελεύθερος επαγγελματίας συνεργαζόμενος με περιοδικά και εφημερίδες. Το 1981 κάνει την πρώτη του δουλειά εκτός Η.Π.Α, ταξιδεύοντας στην Ιρλανδία.
Οι κυριότερες συνεργασίες του:
– Από το 1984 συνεργάζεται με το περιοδικό Time
– Την περίοδο 1980 – 1985 εργάστηκε για το πρακτορείο Black Star
– Ήταν μέλος του πρακτορείου Magnum την περίοδο 1986 – 2001
– Το 2001 ίδρυσε μαζί με άλλους το πρακτορείο VII Photo
«Υπήρξα μάρτυρας, και αυτές οι εικόνες είναι η μαρτυρία μου. Τα γεγονότα που κατέγραψα δεν θα ξεχαστούν και δεν πρέπει να επαναληφθούν»
Περισσότερα..Francesca Woodman
Κόρη των γνωστών καλλιτεχνών George Woodman και Betty Woodman, γεννήθηκε στο Denver του Coloranto των ΗΠΑ στις 3 Απριλίου 1958.
Ασχολήθηκε από μικρή με τη φωτογραφία και σε ηλικία 13 ετών έκανε τις πρώτες της εκτυπώσεις σε ασπρόμαυρο φιλμ.
Σπούδασε στο Rhode Island School of Design και το 1977 μετατέθηκε στο παράρτημα του RISD στην Ιταλία όπου και φοίτησε για ένα χρόνο. Εκεί ήρθε σε επαφή με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κύκλο διανοούμενων και καλλιτεχνών, γνώρισε το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό.
Με την επιστροφή της στη γενέτειρά της τελείωσε τις σπουδές της και μετακόμισε στην Νέα Υόρκη το 1979 με σκοπό να κάνει καριέρα στη μόδα. Έκανε κάποιες προσπάθειες στέλνοντας το portfolio της σε γνωστούς φωτογράφους μόδας, όμως οι προσπάθειες αυτές ναυάγησαν, ενώ παράλληλα βίωσε και την αποτυχία ενός μεγάλου έρωτα.
Η πρώτη μονογραφία της εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1981. Στις 19 του ίδιου μήνα η Francesca Woodman αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο ενός loft στη Νέα Υόρκη λίγο πριν κλείσει τα 23 της χρόνια. Περισσότερα…
Ασχολήθηκε από μικρή με τη φωτογραφία και σε ηλικία 13 ετών έκανε τις πρώτες της εκτυπώσεις σε ασπρόμαυρο φιλμ.
Σπούδασε στο Rhode Island School of Design και το 1977 μετατέθηκε στο παράρτημα του RISD στην Ιταλία όπου και φοίτησε για ένα χρόνο. Εκεί ήρθε σε επαφή με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κύκλο διανοούμενων και καλλιτεχνών, γνώρισε το σουρεαλισμό και το φουτουρισμό.
Με την επιστροφή της στη γενέτειρά της τελείωσε τις σπουδές της και μετακόμισε στην Νέα Υόρκη το 1979 με σκοπό να κάνει καριέρα στη μόδα. Έκανε κάποιες προσπάθειες στέλνοντας το portfolio της σε γνωστούς φωτογράφους μόδας, όμως οι προσπάθειες αυτές ναυάγησαν, ενώ παράλληλα βίωσε και την αποτυχία ενός μεγάλου έρωτα.
Η πρώτη μονογραφία της εκδόθηκε τον Ιανουάριο του 1981. Στις 19 του ίδιου μήνα η Francesca Woodman αυτοκτόνησε πηδώντας από το παράθυρο ενός loft στη Νέα Υόρκη λίγο πριν κλείσει τα 23 της χρόνια. Περισσότερα…
Nan Goldin
Η Nan Goldin (Πραγματικό όνομα Nancy Goldin) γεννήθηκε το 1953 στη Washington, αλλά μεγάλωσε στη Βοστόνη. Ως τα 14 της χρόνια ζούσε δυστυχισμένη στη μεσοαστική οικογένειά της, μέχρι που βρήκε καταφύγιο σε άλλες ανάδοχες οικογένειες. Η αδερφή της αυτοκτόνησε ξαπλωμένη στις γραμμές του τρένου και οι ψυχίατροι πίστευαν ότι την ίδια τύχη θα είχε και η Nan. Μετά τις σπουδές της μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου γνώρισε όλη την underground υποκουλτούρα, φωτογραφίζοντας πόρνες, ομοφυλόφιλους και τραβεστί, ναρκομανείς και αυτοβιογραφικές σκηνές. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον «κόσμο της ηρωίνης», απαθανατίζοντάς τον μάλιστα τόσο κομψά ώστε να κατακριθεί από μέρος του Τύπου ότι τον διαφημίζει. Το έργο αυτό, που πραγματοποιήθηκε από το 1979 μέχρι το 1986, έγινε γνωστό με τον τίτλο The ballad of Sexual Depedency («Η μπαλάντα της σεξουαλικής εξάρτησης» – τίτλος τραγουδιού από όπερα του Μπέρτολτ Μπρεχτ). Πολλά από τα «μοντέλα» της πέθαναν τη δεκαετία του 90 από AIDS. Σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times «Η Γκόλντιν ανακάλυψε το ριάλιτι σόου πολύ πριν το κάνει η τηλεόραση. Είναι η φωτογράφος που διαμόρφωσε ένα νέο είδος, δίνοντας στη φωτογραφία όση επιρροή δεν είχε ξαναδεί τα τελευταία 20 χρόνια».
Έχει στο ενεργητικό της φωτογραφίες από τον τελευταίο άστεγο της Νέας Υόρκης ως τις πρώτες κυρίες των ΗΠΑ και τη βασίλισσα Ελισάβετ, όπως όμως λέει η ίδια «η καρδιά μου ανήκε πάντα στο περιθώριο».
Παράλληλα, φωτογραφίζει παιδιά προκαλώντας συχνά έντονες αντιδράσεις. Φωτογραφίες της «κατέβηκαν» από εκθέσεις και περιοδικά αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν δουλειές της. Η εικόνα που της προκάλεσε μεγάλους μπελάδες είναι η “Klara and Edda belly dancing”. Επρόκειτο να παρουσιαστεί σε μία έκθεση σε γκαλερί της Βαλτικής. Πριν ανοίξει, οι επιμελητές φώναξαν την Αστυνομία. Την κατηγόρησαν για παιδεραστία και την υπερασπίστηκε ο τραγουδιστής Έλτον Τζον (η φωτογραφία ανήκει στη δική του συλλογή). Περισσότερα…
Έχει στο ενεργητικό της φωτογραφίες από τον τελευταίο άστεγο της Νέας Υόρκης ως τις πρώτες κυρίες των ΗΠΑ και τη βασίλισσα Ελισάβετ, όπως όμως λέει η ίδια «η καρδιά μου ανήκε πάντα στο περιθώριο».
Παράλληλα, φωτογραφίζει παιδιά προκαλώντας συχνά έντονες αντιδράσεις. Φωτογραφίες της «κατέβηκαν» από εκθέσεις και περιοδικά αρνήθηκαν να δημοσιεύσουν δουλειές της. Η εικόνα που της προκάλεσε μεγάλους μπελάδες είναι η “Klara and Edda belly dancing”. Επρόκειτο να παρουσιαστεί σε μία έκθεση σε γκαλερί της Βαλτικής. Πριν ανοίξει, οι επιμελητές φώναξαν την Αστυνομία. Την κατηγόρησαν για παιδεραστία και την υπερασπίστηκε ο τραγουδιστής Έλτον Τζον (η φωτογραφία ανήκει στη δική του συλλογή). Περισσότερα…
Henri Cartier-Bresson
Ο Bresson γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1908 στη Γαλλία από πλούσια οικογένεια και ήταν το μεγαλύτερο από 5 παιδιά. Ο πατέρας του είχε εργοστάσιο υφαντουργίας και η μητέρα του προέρχονταν από οικογένεια εμπόρων βαμβακιού. Οι γονείς παρείχαν στον Bresson οικονομική άνεση για να ασχοληθεί με τα ενδιαφέροντά του. Ο πατέρας του τον προόριζε ως διάδοχό του στο εργοστάσιο, αλλά ο ίδιος απέρριπτε αυτήν την προοπτική, ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, παίζοντας σε ταινίες του γάλλου σκηνοθέτη Renoir και βοηθώντας τον να κάνει ταινία για το κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου σκηνοθέτησε μαζί με τον Herbert Kline μια αντιφασιστική ταινία. Ο ίδιος δεν ήθελε να φωτογραφίζεται. Σε μια τελετή στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης κρατούσε ένα χαρτί μπροστά στο πρόσωπό του για να αποφύγει τη φωτογράφιση. Ήταν πολύ ντροπαλός και εξάλλου δεν ήθελε να τον αναγνωρίζουν στο δρόμο, προκειμένου να μπορεί να φωτογραφίζει ανενόχλητος.
Περισσότερα…
Josef Koudelka
Ο Josef Koudelka γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1938 στη Boskovice της Μοραβίας, στην πρώην Τσεχοσλοβακία. Ξεκίνησε φωτογραφίζοντας την οικογένειά του και τους γύρω του με μια μηχανή Bakelite 6×6. Το 1961 πήρε το πτυχίο του από το Πολυτεχνείο της Πράγας και την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη έκθεση φωτογραφίας. Αργότερα εργάστηκε ως αεροναυπηγός στην Πράγα και την Μπρατισλάβα.
Ξεκίνησε τη φωτογραφική του καριέρα παίρνοντας δουλειές για θεατρικά περιοδικά, χρησιμοποιώντας μια παλιά Rolleiflex. Το 1967 αποφάσισε να εργαστεί αποκλειστικά ως φωτογράφος.
Τον Αύγουστο του 1968, μόλις επέστρεψε από μια φωτογραφική δουλειά με τους Τσιγγάνους στη Ρουμανία, έπεσε πάνω στην εισβολή των Ρώσων στην Πράγα. Οι φωτογραφίες του έφτασαν στην εφημερίδα Sunday Times του Λονδίνου, περνώντας κρυφά από τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας και δημοσιεύτηκαν με την υπογραφή P.P. (Prague Photographer). Οι φωτογραφίες του αυτές έγιναν τα δραματικά σύμβολα της «Άνοιξης της Πράγας», που πνίγηκε στο αίμα από τα τανκς του «Συμφώνου της Βαρσοβίας». Το 1969 ο ανώνυμος Τσέχος φωτογράφος βραβεύτηκε με το χρυσό μετάλλιο Robert Capa. Περισσότερα..
Ξεκίνησε τη φωτογραφική του καριέρα παίρνοντας δουλειές για θεατρικά περιοδικά, χρησιμοποιώντας μια παλιά Rolleiflex. Το 1967 αποφάσισε να εργαστεί αποκλειστικά ως φωτογράφος.
Τον Αύγουστο του 1968, μόλις επέστρεψε από μια φωτογραφική δουλειά με τους Τσιγγάνους στη Ρουμανία, έπεσε πάνω στην εισβολή των Ρώσων στην Πράγα. Οι φωτογραφίες του έφτασαν στην εφημερίδα Sunday Times του Λονδίνου, περνώντας κρυφά από τα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας και δημοσιεύτηκαν με την υπογραφή P.P. (Prague Photographer). Οι φωτογραφίες του αυτές έγιναν τα δραματικά σύμβολα της «Άνοιξης της Πράγας», που πνίγηκε στο αίμα από τα τανκς του «Συμφώνου της Βαρσοβίας». Το 1969 ο ανώνυμος Τσέχος φωτογράφος βραβεύτηκε με το χρυσό μετάλλιο Robert Capa. Περισσότερα..