Σάρα Κέιν – In-yer-face theatre

«Η Σάρα Κέιν πέθανε τραγικά. Ήταν τόσο μεγάλος και τόσο βαθύς ο τρόμος του κόσμου. Δεν τον άντεξε. Ήταν γυμνή. Απροστάτευτη. Γυμνά είναι και τα έργα της. Τρομαγμένα. Τρομερά»
4784
Η υπόθεση της σύντομης ζωής και του τραγικού της τέλους, δε έπαψε στιγμή να απασχολεί τον κόσμο του θεάτρου. Ακόμα και ο τρόπος της αυτοκτονίας της στην κλινική στην οποία νοσηλευόταν μετά από μια αποτυχημένη απόπειρά της, παίρνει διαστάσεις μύθου. Βρέθηκε κρεμασμένη από τα κορδόνια των παπουτσιών της σε μια τουαλέτα στο London’s King’s College Hospital. Η Σάρα Κέιν συναγωνίζεται το μύθο της Σύλβια Πλαθ και των ιδανικών νέων αυτόχειρων στην ιστορία της τέχνης. Υπάρχει πιο ιδανικό τέλος για μια ιδιοφυία από αυτό; Τρεφόμαστε από την ιδέα των ρομαντικών ηρώων. Προτιμάμε να είναι σαν τη Σύλβια Πλαθ και όχι σαν τον Τζεφ Κουνς. Υπάρχει πάντα αυτή η επικίνδυνη, τραγική παρεξήγηση: Να βλέπουμε τα έργα τους σαν μια προετοιμασία για το τέλος, ή σαν μέρος αυτού του δραματικού τέλους. Αν και έχουν γραφτεί πολλά για την θυελλώδη προσωπικότητά της, στην παραγματικότητα, μόνο μέσα από τα έργα μπορούμε να διαβάσουμε πράγματα για το χαρακτήρα της. Οι πληροφορίες για την προσωπική της ζωή είναι ελάχιστες. Οι φίλοι της κράτησαν το στόμα τους κλειστό.Οι πληροφορίες που έχουμε είναι ότι έδινε μάχη για χρόνια με την κατάθλιψη.
Η Σάρα Κέιν γεννήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου του 1971, στο Μπρέντγουντ του Εσσεξ και μεγάλωσε μέσα σε μια οικογένεια ευαγγελιστών. Σπούδασε θέατρο στο πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ και αποφοίτησε το 1992. Εγραψε τις δυο πρώτες σκηνές του Blasted, στη διάρκεια των σπουδών της. Ηθελε να γίνει ποιήτρια, αλλά θεώρησε ότι δε μπορούσε να εκφράσει μέσα από την ποίηση τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Επέλεξε την τέχνη του θεάτρου. Η ίδια δήλωνε ότι τη θεωρούσε την πιο υπαρξιακή τέχνη, γιατί «το θέατρο δεν έχει μνήμη». Ανάμεσα στο κοινό που παρακολούθησε την επί σκηνής παράσταση αυτών των σκηνών ήταν ο ατζέντης Μελ Κάνιον, ο οποίος της συνέστησε να στείλει τη δουλειά της στο Ρόγιαλ Κορτ. Εδώ γεννιέται θεατρικά η Σάρα Κέιν. Eδώ γεννιέται το «In-yer-face theatre» Ηδη από το 1979, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Μαξ Στάφορντ Κλαρκ, το Ρόγιαλ Κορτ, μέσα στην ταραχώδη δεκαετία του ’80 στη Βρετανία, έθρεψε μια ομάδα νέων τότε συγγραφέων, όπως η πρόωρα χαμένη ‘Αντρεα Ντάμπαρ, ο Χανίφ Κιουνέισι, η Σάρα Ντάνιελς και ο Τζιμ Κάρτράϊτ. Στη διάρκεια όλης αυτής της δεκαετίας το Ρόγιαλ Κορτ κολύμπησε κόντρα στο ρεύμα του πλούσιου μιούζικαλ και των ελαφρών κωμωδιών του Γουέστ Εντ, ανεβάζοντας έργα όπως το Top Girls της Κάριλ Τσέρτσιλ.
Στη δεκαετία του 1990 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής ο Στίβεν Ντάλτρι. Είναι νέος, θυμωμένος και θορυβώδης. Φέρνει τον αέρα της αμφισβήτησης των 50΄s. Το ίδιο και οι νέοι συγγραφείς του Ρόγιαλ Κορτ. Η Σάρα Κέιν, ο Τζο Πένχολ, ο Τζες Μπάτεργουρορθ, ο Αντονι Νίλσον, ο Μάρτιν Μακ Ντόνα, ο Μαρκ Ρέιβενχιλ. Τα έργα τους είναι ωμά, κανένας έλεος για το θεατή. Κάθε ανέβασμα είναι μια πρόκληση. Το Ρόγιαλ Κορτ είναι το πιο μοντέρνο θέατρο της Ευρώπης. Η πρότασή του είναι ισχυρή. Αυτά τα παιδιά γράφουν και φτιάχνουν το θεατρικό κίνημα που εξακολουθεί να επηρεάζει από άκρη σε άκρη την Ευρώπη μέχρι σήμερα. Λέγεται: «In-yer-face theatre». Μέχρι σήμερα είναι το πιο ισχυρό θεατρικό ρεύμα του μεταπολεμικού κόσμου. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η ωμή αναπαράσταση της πραγματικότητας. Κύριος σκοπός, να ταρακουνηθεί το κοινό. Κυρίως αυτό. Το Ρόγιαλ Κορτ μέσα από επικρίσεις ισχυροποιείται όλο και περισσότερο. Το αναγνωρίζει πρώτα η παγκόσμια θεατρική κοινότητα. Την ίδια εβδομάδα που οι New York Times παρουσιάζουν το Royal Court ως το πιο σημαντικό θέατρο στην Ευρώπη, οι Times το αποκαλούν «χωματερή».
Ο Τζακ Τίνκερ της Daily Mail έκανε λόγο για «αηδιαστική γιορτή βρομιάς», ενώ ο Τσαρλς Σπένσερ της Telegraph το αποκάλεσε «δυσάρεστο έργο». Το Blasted αποτελεί θεατρικό σκάνδαλο, εφάμιλλο αυτού που δημιούργησε ο Εντουαρντ Μποντ, στο ίδιο θέατρο, το 1965 με το «Saved”. Tότε τον είχε υποστηρίξει ο Λόρενς Ολίβιε. Τώρα με τη σειρά του, αυτός και ο Χάρολντ Πίντερ υπερασπίζονται την καλλιτεχνική δημιουργία της Κέιν. Οι ίδιες περίπου αρνητικές κριτικές γράφονται και για το “Phaedra’s Love”. H Τelegraph γράφει: «Εδώ δεν απαιτείται κριτικός θεάτρου, απαιτείται ψυχίατρος». Μόνο με το τέταρτο έργο της, το Crave, η κριτική αρχίζει κάπως να μετακινείται θετικά. Αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι αυτό το ρεύμα δεν είναι μια πρόσκαιρη μόδα. Οι συγγραφείς έχουν την δική τους προσωπική, ισχυρή φωνή.
Η Σάρα Κέιν στη σύντομη καριέρα της έγραψε 5 έργα: Blasted, Phaedra’s Love, Cleansed, Crave, 4.48 Psychosis και μια ταινία (Skin)
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=Z35muSllISg&feature=player_embedded[/youtube]
Το 2005, η Γκάρντιαν δημοσιεύει αυτό: Μια δημόσια συγγνώμη για τον τρόπο με τον οποίο απεκάλεσε τη Σάρα Κέιν. Οχι, δε νοσηλευόταν σε ψυχιατρική κλινική, όχι δεν ήταν τρελή. Αυτό διαβάζει κανείς κάτω από τις γραμμές. Είναι η δημόσια συγγνώμη μιας μεγάλης εφημερίδας προς την οικογένεια και τους φίλους της έξι χρόνια αργότερα. Η αναγνώριση μιας συγγραφέως, της οποίας τα έργα μέχρι και σήμερα δεν έχουν παιχτεί στις μεγάλες σκηνές της Βρετανίας. Λίγο πιο κάτω ακολουθεί μια συνέντευξη του συγγραφέα Μαρκ Ρέιβενχιλ. Οι φήμες λένε ότι δέχτηκε να μιλήσει, με αυτή τη συμφωνία: να αποκατασταθεί το όνομά της.Μιλάει για τη φίλη του για πρώτη φορά, έξι χρόνια μετά το θάνατό της. Ο Ρέιβεχνιλ λέει με το κλασικό χιούμορ του ανάμεσα στα άλλα: “Οπου και αν πάω από τότε που πέθανε, με ρωτάνε αν ήξερα τη Σάρα Κέιν. Και πιστεύω πως όταν πεθάνω, στη νεκρολογία μου θα υπάρχει το “γνώριζε τη Σάρα Κέιν”. Για τον Ρέιβενχιλ η Κέιν είναι μια κλασική συγγραφέας. Η καλύτερη της γενιάς τους. «Η δουλειά της είναι πολύ καλύτερη από το μύθο της αυτοκτονίας της», λέει. «Κανένα έργο δε γράφτηκε από ένα άτομο που ήξερε ότι θα αυτοκτονήσει . Ο μύθος , η βιογραφία και τα κουτσομπολιά είναι πλήθος γύρω από το έργο του κάθε καλλιτέχνη, δυσκολεύει την άποψή μας, αλλά κανείς δεν την ήξερε περισσότερο από όσο η ίδια τον εαυτό της. Αν και την γνώριζα δεν την ξέρω. Κανείς ποτέ δε την ήξερε. Καλύτερα, ας σκύψουμε πάνω από το έργο της».

Sarah Kane: Λαχταρώ

Εγώ θέλω να κοιμάμαι πλάι σου. Και να σου κάνω τα ψώνια σου, και να σου κουβαλάω τις σακούλες σου, Και να σου λέω πόσο πολύ μου αρέσει να είμαι μαζί σου, Και να θέλω να παίζουμε κρυφτό, Και να σου δίνω τα ρούχα μου, και να σου λέω πόσο μ” αρέσουν τα παπούτσια σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να κάνεις μπάνιο, Και να σου τρίβω το σβέρκο σου, Και να σου φιλάω τα πόδια σου, Και να σου κρατάω το χέρι σου, Και να βγαίνουμε για φαγητό, και να μη με νοιάζει που θα μου τρως το δικό μου, Και να σου δακτυλογραφώ την αλληλογραφία σου, και να σου κουβαλάω τα ντοσιέ σου, Και να γελάω με την παράνοια σου, Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς,και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες,και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο, και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι, και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν, Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα, Και να σ” αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα, Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο, Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ, Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ” αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα. Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου. Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου, Και να κάθομαι στις σκάλες και να καπνίζω, ώσπου να γυρίσει σπίτι ο διπλανός σου, Και να κάθομαι στις σκάλες ώσπου να γυρίσεις σπίτι εσύ, Και να τρελαίνομαι όταν αργείς, Και να ξαφνιάζομαι όταν γυρίζεις νωρίτερα, Και να σου χαρίζω ηλιοτρόπια, Και να πηγαίνω στο πάρτι σου και να χορεύω ώσπου να πέσω ξερός, Και νάμαι δυστυχισμένος όταν έχω άδικο, Και νάμαι ευτυχισμένος όταν με συγχωρείς, Και να χαζεύω τις φωτογραφίες σου, Και να παρακαλάω να σ” ήξερα μια ζωή. Και ν” ακούω τη φωνή σου στο αυτί μου, Και να νοιώθω το δέρμα σου πάνω στο δέρμα μου, Και να τρομάζω όταν θυμώνεις, Και τόνα σου μάτι να κοκκινίζει και το άλλο γαλάζιο, Και να σ” αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία, Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς, Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω, Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω, Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι, Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου, Και να σε πλακώνω και να σε πνίγω τις νύχτες, Και να ξεπαγιάζω όταν μου παίρνεις τις κουβέρτες, και να ζεσταίνομαι όταν δεν μου τις παίρνεις, Και να λιώνω όταν χαμογελάς και να διαλύομαι όταν γελάς, Και να μην καταλαβαίνω όταν λες ότι σε απορρίπτω, Και ν” αναρωτιέμαι πως σου πέρασε ποτέ απ” το νου ότι εγώ θα μπορούσα ποτέ να σε απορρίψω, Και ν” αναρωτιέμαι ποια είσαι αλλά να σε δέχομαι έτσι όπως είσαι, Και να σου λέω για το μαγεμένο δάσος, τον άγγελο του δέντρου, το αγόρι που πέρασε πετώντας τον ωκεανό επειδή σ” αγαπούσε, Και να σου γράφω ποιήματα, και να αναρωτιέμαι γιατί δεν με πιστεύεις, Και να σ” αγαπάω τόσο βαθιά που να μην μπορώ να το βάλω σε λόγια, Και να θέλω να σου πάρω ένα γατάκι που θα το ζηλεύω γιατί θα το προσέχεις περισσότερο από μένα, Και να μη σ” αφήνω να σηκωθείς απ” το κρεβάτι όταν πρέπει να φύγεις, Και να σου αγοράζω δώρα που εσύ δεν τα θέλεις, και πάλι να τα παίρνω πίσω, Και να σου λέω να παντρευτούμε, και συ να μου λες πάλι όχι, Αλλά εγώ να στο λέω και να στο ξαναλέω, γιατί όσο κι αν νομίζεις πως δεν το λέω σοβαρά εγώ πάντα σοβαρά το έλεγα, από την πρώτη φορά που στο είπα, Και να τριγυρίζω στη πόλη και να τη νοιώθω άδειος χωρίς εσένα, Και να θέλω ότι θέλεις, Και να νομίζω πως χάνομαι, αλλά να ξέρω πως πλάι σου είμαι ασφαλής, Και να σου μιλάω για ότι χειρότερο έχω μέσα μου, Και να προσπαθώ να σου δίνω ότι καλύτερο έχω μέσα μου γιατί δεν σου αξίζει τίποτα λιγότερο Και να σου λέω την αλήθεια αν και κατά βάθος δεν θέλω Και να προσπαθώ να είμαι ειλικρινής γιατί ξέρω πως το προτιμάς, Και να νομίζω πως όλα τέλειωσαν, κι ωστόσο να περιμένω άλλα δέκα λεπτά πριν με πετάξεις έξω απ” ζωή σου, Και να ξεχνάω ποιος είμαι, Και να κάνουμε έρωτα στις τρεις το πρωί, Και κάπως με κάποιο τρόπο να σου εκφράζω έστω και λίγο Τον ακάθεκτο Τον ακατάλυτο Τον ακατάσβεστο Τον μεταρσιωτικό Τον ψυχαναληπτικό Τον άνευ όρων τον τα πάντα πληρούντα, τον δίχως τέλος και δίχως αρχή, ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΣΕΝΑ

Περισσότερα…

Rodrigo Garcia – Golgota picnic

Οταν η βία εισάγεται ως αισθητικό γεγονός, οι λέξεις αδειάζουν από το οξύ νόημά τους και η ουσία ενός εγχειρήματος αποδυναμώνεται εξ ορισμού. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η αίσθηση που μεταδίδει ο πάντα ακραίος Ροντρίγκο Γκαρσία με τα αιρετικά θεάματά του.
Τόσο ώστε να αναρωτιέται κανείς αν η πρόκληση είναι για την πρόκληση ή αν οι συχνά αποκρουστικές εικόνες του πετυχαίνουν να αφυπνίσουν την οργή μας για τις καταστροφικές υποσχέσεις της καταναλωτικής κοινωνίας.
golgota-picnic-bild-540x304
Με τον συμβολικό τίτλο «Golgota picnic» ο Αργεντινός συγγραφέας, σκηνοθέτης και σκηνογράφος επιχειρεί να αντιπαραβάλει τη μανιακή εμμονή μας στο κεφαλαιοκρατικό μοντέλο της αφθονίας με τη θρησκοληψία, έτσι όπως καπηλεύεται εδώ και αιώνες τον χριστιανικό -και ιδιαίτερα τον καθολικό- κόσμο. Καθολικός ο ίδιος, έχοντας βιώσει την οικονομική κατάρρευση της χώρας του αλλά και τη ανάλογη σταδιακή αποσύνθεση της Ισπανίας στην οποία ζει τώρα, θίγει καυτά θέματα που έντεχνα αποσιωπώνται ή αγγίζονται με αβρότητα από άλλους ομότεχνούς του.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ενδιαφέρουσες δονήσεις σε επίπεδο ιδεών που εξαπολύει, τις εμπνευσμένες από πίνακες των Τζιότο, Βαν ντερ Βάιντεν και Ρούμπενς σκηνές του και κάποιες εντυπωσιακές βιντεοπροβολές, όπως αυτή του έκπτωτου αγγέλου που παραπέμπει στην ταινία του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα».
Κατ’ επέκταση, ενώ η παράστασή του ορθώνει μια αντικαπιταλιστική κραυγή και ένα δριμύτατο κατηγορώ στην Καθολική Εκκλησία, το αποσπασματικό, γεμάτο τετριμμένες υποδείξεις, κείμενο («Οποιος δεν έχει χιούμορ, δεν απολαμβάνει τη ζωή», «Μόνο οι ηλίθιοι θέλουν να ζήσουν», «Μισούμε τους πλούσιους. Εμείς που δεν είμαστε πλούσιοι επιτέλους συμφωνούμε σε κάτι, «Hell is here»…) και ο τρόπος διαχείρισης των υλικών του φθηναίνουν το αποτέλεσμα, ενώ η ωμότητά των δράσεων συχνά ξεπερνά κάθε όριο, με κίνδυνο οι εμπρηστικές καταγγελίες να γίνουν μπούμερανγκ.
Και το πρόβλημα βέβαια δεν έγκειται στην απομυθοποίηση της ζωής του Χριστού (στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται σαν άνθρωπος τρωτός και μάλιστα με τα στοιχεία ενός απαράδεχτου δημαγωγού), που αφηνίασε τους Γάλλους φονταμενταλιστές Καθολικούς τόσο ώστε να δημιουργήσουν επεισόδια έξω από το θέατρο στο Παρίσι.
Η ιστορία του θείου δράματος, εξάλλου, ιδωμένη από αντίστροφη οπτική μπορεί να θεωρηθεί και ως ένας ύμνος στην πράξη εκείνη που εξιλεώνει την ανθρωπότητα.
Το πρόβλημα δεν αναδύεται ούτε μέσα από τις αιχμηρές αναφορές στην πολιτισμική κληρονομιά της Δύσης -τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο μεγάλο μέρος έργων υψηλής τέχνης πραγματεύονται θρησκευτικά θέματα αναπαριστώντας συχνά εικόνες τρόμου. Ούτε ακόμη και στο χαλί από άπειρα ψωμάκια χάμπουργκερ που κάλυψαν όλη τη σκηνή «ευωδιάζοντας» ενοχλητικά και έχοντας την πρόθεση να αντιπαραθέσουν το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων από τον Ιησού με το θαύμα του (σύγχρονου) Θεού Μακ Ντόναλντς.
Το πρόβλημα ξεκινά από την ανάγκη του πολύπλευρου δημιουργού να σοκάρει το κοινό -και ας το αρνείται ο ίδιος- με κάθε δυνατό μέσο. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, καθώς η περφόρμανς καταφεύγει σε επιτηδευμένες ευκολίες, υπερκαταναλώνει και κατ’επέκταση «καίει» τα ευρήματά της και κυρίως προκαλεί αηδία.
Είδαμε λοιπόν ζωντανά σκουλήκια να επιπλέουν μέσα σε έναν Πύργο της Βαβέλ από μπιφτέκια, υποδεικνύοντας τα συστατικά με τα οποία μας δηλητηριάζουν καθημερινά οι πολυεθνικές των φαστφουντάδικων.
Είδαμε ανθρώπους να κάνουν εμετό, σεξουαλικά συμπλέγματα να λούζονται με πολύχρωμες μπογιές, τρίχες απόκρυφων σημείων του σώματος να φτιασιδώνονται, γεννητικά όργανα επί σκηνής αλλά και μεγεθυμένα σε γιγαντοοθόνη. Βαρεθήκαμε να ατενίζουμε τη θέα ενός επίμονου και αδικαιολόγητου γυμνού.
Με αποκορύφωμα τον ολοτσίτσιδο πιανίστα Μαρίνο Φορμέντι (τον έχουν αποκαλέσει Γκλεν Γκουλντ του 21ου αιώνα) να κλείνει απρόσμενα την παράσταση ερμηνεύοντας εξαιρετικά το 45λεπτο έργο του Χάιντ «Επτά τελευταίες λέξεις του Χριστού στο Σταυρό». Η θεία μουσική σε διάλογο με το απεχθές σήμερα.
 
[vimeo]http://vimeo.com/29909860[/vimeo]

Κίνημα Πανικού

Το αυτοαποκαλούμενο Κίνημα Πανικού (Mouvement panique) σχηματίσθηκε το 1962 στο Παρίσι.
451_orig
Εμπνευσμένοι από το θεό Πάνα και τον κινηματογράφο του Μπουνιουέλ, τα ιδρυτικά του μέλη,  Fernando Arrabal, Alejandro Jodorowsky και Roland Topor, επιδόθηκαν σε μία σειρά ακραίων εικαστικών δρώμενων και παραστάσεων που σόκαραν: έσφαζαν χήνες επί σκηνής, άλειφαν γυμνές γυναίκες με μέλι για να κολλήσουν επάνω τους ζωντανά φίδια, ενώ για την ταινία Το Ιερό Όρος (1973) του Jodorowsky, σκηνοθέτησαν την κατάκτηση του Μεξικό από τους Ισπανούς με πρωταγωνιστές βατράχους και σαύρες.
Ο λόγος πίσω από τις χαοτικές και σουρεαλιστικές δραστηριότητες του Κινήματος Πανικού δεν ήταν άλλος από την αντίδραση στην μετατροπή του σουρεαλιστικού κινήματος σε επικρατούσα τάση. Οι τρεις καλλιτέχνες επέλεξαν να διαμαρτυρηθούν για τον mainstream, πλέον, σουρεαλισμό, καθιστώντας τον ακόμη πιο ρηξικέλευθο – ακόμη σουρεαλιστικότερο.
Ένα από τα εμβληματικότερα έργα του Κινήματος Πανικού δεν είναι άλλο από το βιβλίο ενός εκ των τριών ιδρυτών του, το Le Locataire Chimerique του Roland Topor. Ο γνωστός στα καθ’ ημάς και ως Ο Ένοικος (εκδ. Opera 1994, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης) γράφτηκε το 1964 και είναι η ιστορία ενός ήπιου, φιλήσυχου και διακριτικού νεαρού άντρα ο οποίος μετακομίζει στο διαμέρισμα μίας γυναίκας μετά την αυτοκτονία της. Αρχικά ικανοποιημένος με το νέο του σπίτι, ο Trelkovsky αρχίζει να υποφέρει από ανεξέλεγκτο φόβο και άγχος μετά από μία παρατήρηση των γειτόνων του κατά τις ώρες της κοινής ησυχίας. Κατατρεγμένος από ενοχές και ανησυχίες οι οποίες σύντομα δίνουν τη θέση τους στον πανικό, ο Trelkovsky αποφεύγει να μετακινεί έπιπλα στο σπίτι του, απομονώνεται από τους φίλους του, για να καταβυθιστεί στην απόλυτη παράνοια. Εκτός ελέγχου πλέον, ο ήρωας του Topor παραμένει ένας παρατηρητής σε παράλυση, ο οποίος παρακολουθεί την απώλεια της ταυτότητάς του εν μέσω αιματοβαμμένων παραισθήσεων και σουρεαλιστικών φαντασιώσεων, για να καταλήξει σε μία αιματηρή κορύφωση.
Με εκτενείς αναφορές στον Κάφκα αλλά και τον Ντοστογιέφσκι, ο Roland Topor πλέκει μία αλληγορία για τον αντικονφορμισμό, τη σύγκρουση των τάξεων (οι αυστηροί γείτονες του Trelkovsky είναι αξιότιμοι Γάλλοι αστοί εν αντιθέσει με τον ήρωα), την αποξένωση των καλλιτεχνών, τον πολιτικό ακτιβισμό, και την απομόνωση στην οποία οδηγούν με ακρίβεια οι κοινωνικές πιέσεις.
Η σκοτεινή θεματική του Ενοίκου δεν πτόησε το ύφος του βιβλίου. Πιθανώς σε αυτό να συνετέλεσε και το γεγονός ότι ο Roland Topor υπήρξε καταξιωμένος κομίστας: ο Ένοικος διέπεται από τόνο εύθυμο και διαβάζεται μάλλον εύκολα.
Πιστός στο βιβλίο και στην αφοσίωση του Topor στο σουρεαλισμό, ο Roman Polanski μετέφερε τον Ένοικο στη μεγάλη οθόνη το 1976 κρατώντας για τον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Ένοικος του Πολάνσκι ακροβατεί ανάμεσα στην κωμωδία, το δράμα και τον τρόμο και αποτελεί, μαζί με το Μωρό της Ρόζμαρι και το Repulsion, τη σκοτεινή Τριλογία των Διαμερισμάτων του σκηνοθέτη.
 
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=aM3RtHxOCKs[/youtube]

Alfred Jarry

JarryelaPatafisica139
Ανάμεσα στον Γάλλο Αλφρέντ Ζαρί (1873-1907) και τον Ελληνα Εμμανουήλ Ροΐδη (1831-1904), οι διαθέσεις κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν. Οι λογοτεχνικές διαθέσεις τους εννοείται (οι δύο άνδρες δεν γνωρίζονταν). Ο Ζαρί υπήρξε πράγματι, στις αρχές του 20ού αιώνα, ο ιδιοφυής μεταφραστής της Πάπισσας Ιωάννας (έργο το οποίο πρόσφατα εκδόθηκε στη Γαλλία και σε βιβλίο τσέπης, γεγονός άλλωστε που το καθιέρωσε). Είναι αλήθεια ότι με το χιούμορ του, την αίσθηση του γελοίου, την τάση του για απρόσμενες και λεπτές προσεγγίσεις που επιτρέπει η καλλιέργεια, ο Ζαρί προσφέρει, με τη συνδρομή του φίλου του, έλληνα γιατρού Ιωάννη Σάλτα, σε αστραφτερά και παιγνιώδη γαλλικά, αυτό το υψιπετές λογοτέχνημα. Τώρα ήταν η σειρά ενός Ελληνα να ανταποδώσει τη χειρονομία. Και σαν δίκαιη ανταπόδοση, ο Αχιλλέας Κυριακίδης μετέφρασε τον Υμπύ Τύραννο του Αλφρέντ Ζαρί στα ελληνικά, επίσης με τρόπο ευρηματικό και χυμώδη, τόσο για τις αισθήσεις όσο και για το πνεύμα.
Ο Υμπύ Τύραννος είναι ένα εμβληματικό θεατρικό έργο σε πέντε πράξεις, μεταφρασμένο σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, παιγμένο και ξαναπαιγμένο από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στη Γαλλία και στο εξωτερικό (αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο τους Ζαν Βιλάρ, Αντουάν Βιτέζ και Πίτερ Μπρουκ)· ένα έργο που έχει προ πολλού περάσει στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον. Από την πρώτη λέξη δίνεται το ύφος του έργου. Ενα τονωτικό και αιφνιδιαστικό «Σκρατά κι απόσκρατα!», κάτι που αποτέλεσε μεγάλο σκάνδαλο στην εποχή του. H συνέχεια δεν διαψεύδει την έναρξη, παρ’ όλο που η ιστορία καθεαυτή είναι κοινότοπη και ο αναγνώστης αναρωτιέται τι είναι αυτό που τον σαγηνεύει!
Εξουσία και χρήμα
Βρισκόμαστε σε μια φανταστική Πολωνία. Στην Πολωνία του Ζαρί. Πρόκειται για την ιστορία ενός παλαιού βασιλιά της Αραγονίας και νυν λοχαγού των Δραγόνων, ο οποίος, ωθούμενος από τη φιλόδοξη σύζυγό του, αποφασίζει να ανατρέψει τον βασιλιά. Οταν όμως η συνωμοσία του αποκαλύπτεται, τυχαία, από έναν αγγελιοφόρο του βασιλιά, ο ήρωάς μας, αιφνιδιασμένος, ξεστομίζει ένα τσουχτερό: «Ω, σκρατά κι απόσκρατα, την προύτσισα, με ψυλλιαστήκαν, μα το πράσινο καυλί μου, θα μου πάρουν το κεφάλι! Ωιμέ, ωιμέ!». Κατορθώνει ωστόσο να διαφύγει και να γίνει βασιλιάς, μη διστάζοντας να εγκαταλείψει τον συνένοχό του με τον οποίο έστησε την πλεκτάνη. Ο δρόμος ανοίγει. Του απομένει να μεθύσει από την εξουσία και να πλουτίσει με το χρήμα των άλλων. Αλλά το παρακάνει. Αποτέλεσμα, ο τσάρος της Ρωσίας, γείτονάς του, δεν έχει άλλη λύση παρά να του κηρύξει τον πόλεμο. Ο κυρ Υμπύ, με τη σειρά του, αναγκάζεται να πάρει τα όπλα, χωρίς πολύ ζήλο είναι η αλήθεια. Το μόνο που του δίνει χαρά είναι η σκέψη ότι θα υποβάλει τον τσάρο σε βασανιστήρια όταν τον νικήσει: «Θα τον τιμωρήσω με συστροφή της μύτης και των οδόντων, αποκόλληση της γλώσσας και διακόρευση των αφτιών με ξυλαράκι». Δεν έχει υπολογίσει όμως ότι η γυναίκα του, η οποία έχει παραμείνει στην Πολωνία, καταχράται τα πλούτη του παλατιού.
Οσο και αν της κακοφανεί όμως, ο μοναδικός επιζών του πραξικοπήματος, ο γιος του βασιλιά, την αναγκάζει να φύγει. Αλλά και ο κυρ Υμπύ, ηττημένος στον πόλεμο, είναι και αυτός αναγκασμένος να τραπεί σε φυγή. Από καθαρή σύμπτωση θα βρεθούν και οι δύο στην ίδια κρυψώνα! Φυσικά, όταν την αντικρίζει, ο κυρ Υμπύ δεν μπορεί να λησμονήσει την προδοσία της γυναίκας του, την οποία σκοπεύει να υποβάλει σε ένα μαρτύριο ανάλογο της κακοήθειάς της, πολύ πιο πολύπλοκο από εκείνο που προόριζε για τον τσάρο: «Συστροφή της μύτης, εκρίζωση μαλλιών, εμβολή του ξυλαρακίου στ’ αφτιά, αναρρόφηση του εγκεφάλου από τις φτέρνες, τεμαχισμός του πισινού, μερική ή ακόμα και ολική συμπίεση του νωτιαίου μυελού (μπας και βάλει λίγο μυελό), χωρίς να ξεχνάμε τη διάνοιξη της νηκτικής κύστεως και, τέλος, τον μεγάλο, εκσυγχρονισμένο εκτραχηλισμό του Αϊ-Γιάννη του Πρόδρομου – τα πάντα βασισμένα στην Αγία Γραφή, τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, όπως ενημερώθηκαν, διορθώθηκαν και τελειοποιήθηκαν από τον υποφαινόμενο Αρχιφορολόγο…». Τελικά, τέλος καλό όλα καλά: οι δύο σύζυγοι συμφιλιώνονται και βρίσκονται στο κατάστρωμα ενός καραβιού με προορισμό την περιπέτεια…
Μια καρικατούρα
 
Με μια πρώτη ματιά, το έργο αυτό μπορεί να φαίνεται γκροτέσκα φάρσα, γρήγορα όμως αναδεικνύεται σε κορυφαία σάτιρα. Γιατί ο Υμπύ του Ζαρί είναι όχι μόνο η καρικατούρα ενός κοινού αστού, αλλά πρωτίστως η καρικατούρα ενός κοινού ανθρώπου, του οικουμενικού ανθρώπου. Ο Υμπύ κατά βάθος είναι μια απλοϊκή, κοινή και συγχρόνως μακιαβελική ύπαρξη, η οποία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί προς όφελός της κάθε περίσταση και επιθυμεί άπληστα πάντα περισσότερα από όσα ήδη κατέχει. Ο Υμπύ είναι πράγματι μια τεράστια προσωπικότητα, τόσο τεράστια που – σαν να ήταν απαραίτητη μια επιπλέον απόδειξη – κληροδότησε στη γαλλική γλώσσα ένα επίθετο, το Ubuesque, πάντα ζωντανό, που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα για να χαρακτηρίσει την ωμότητα και τη δειλία. Και αναρωτιέμαι αν υπάρχει καλύτερη μοίρα για ένα έργο τέχνης από το να κληροδοτήσει με μια λέξη την αιωνιότητα! Μια λέξη η οποία από μόνη της εκφράζει έναν χαρακτήρα.
Ο Ζαρί έγραψε αυτό το έργο σε ηλικία δεκαπέντε ετών· ευτυχές γεγονός, όταν ξέρει κανείς ότι έφυγε νωρίς από τη ζωή, στην ηλικία των τριάντα τεσσάρων ετών, λίγο εξαιτίας του ποτού, λίγο εξαιτίας του αιθέρα (για τον οποίο του άρεσε να λέει ότι τον «ξελεκιάζει») και λίγο εξαιτίας της αρρώστιας. Σαν τον Ρεμπό, ο οποίος επίσης έγραψε το ωραιότερο ποίημά του – το Μεθυσμένο καράβι – στην ηλικία των δεκαεπτά ετών, προτού χαθεί και εκείνος πρόωρα. Στην πραγματικότητα, ο Ζαρί συνάντησε τον ήρωά του στο λύκειο, συγκεκριμένα στο πρόσωπο του καθηγητή της Φυσικής, ενός από εκείνους τους πομπώδεις και γελοίους καθηγητές που εμπνέουν πάντα τους μαθητές, όπως έγινε και τότε.
Το «άτιμο πλάσμα»
Στα δεκαεπτά του χρόνια, ένας οξυδερκής νεαρός, ο Αλφρέντ Ζαρί, τα έχει καταλάβει όλα. Στη σύντομη ζωή του δεν θα σταματήσει να χλευάζει την ανθρώπινη πράξη. Δεν θα αποδεχθεί ούτε καν τους κοινωνικούς κώδικες, όπως έκανε ο Ρεμπό – στον οποίο μοιάζει από πολλές απόψεις – που περιθωριοποιήθηκε παίρνοντας συνειδητά τον δρόμο της Ερυθραίας. Ο Ζαρί περιθωριοποιήθηκε από τον Υμπύ του, αυτό το «άτιμο πλάσμα» στο οποίο θα δώσει πολλές μορφές (Υμπύ δεσμώτης, Υμπύ από την ανάποδη, Υμπύ κερατάς, Υμπύ στον λόφο). Ο ήρωάς του μάλιστα θα τον μπερδέψει. Ο Υμπύ είναι ο Ζαρί. Και ο Ζαρί ο Υμπύ. Αμφότεροι δεν θα πάψουν να ψέγουν τη βλακεία και την κακία των ανθρώπων. Με διάφορα όπλα. Με το χιούμορ κατ’ αρχάς. Ενα χιούμορ τόσο καταλυτικό που θα απαλλάξει τον Ζαρί ακόμη και από τη στρατιωτική του θητεία! Επειτα με τη γλώσσα. Τις λέξεις τις επιλέγει, τις τραβά προς κάθε κατεύθυνση, τις υποβάλλει σε έναν ετυμολογικό εκτροχιασμό, εφευρίσκοντας μια γλώσσα αποκλειστικά δική του. Οσο για τη λογοτεχνική παράδοση, τη χρησιμοποιεί κατά βούληση, αντλώντας τις αναφορές του όπου και όπως του ταιριάζει, αντιπαραθέτοντας βίαια τα κείμενα και τα είδη, παράγοντας μια δραματουργική δυναμική που γυρνά την πλάτη στους θιασώτες του νατουραλισμού και του συμβολισμού, όπως έπραξαν στη μουσική οι Ραβέλ, Ντεμπυσί και Στραβίνσκι, και στη ζωγραφική ο Πικάσο. Στη γλώσσα του προσδίδει μια θεατρική αποτελεσματικότητα ανεξίτηλη, η οποία λειτουργεί και επιβάλλεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ευστοχία. Ο Αλφρέντ Ζαρί κατασκεύασε ακόμη ένα όπλο, εξίσου τρομακτικό, που του επιτρέπει να κοιτάζει την ύπαρξη και τον κόσμο με το βλέμμα – ταυτόχρονα κοντινό και απόμακρο – του ορθολογιστή: την Παταφυσική, τη μέθοδο, που στη συνέχεια μετατράπηκε σε θεωρία, η οποία συνίσταται στην ατελεύτητη και αυστηρή πρακτική αναζήτησης της φανταστικής λύσης. Με άλλα λόγια, αφηγήσεις που υπόκεινται σε έναν κανόνα παραγωγής μαθηματικής τάξεως, που αναπτύσσει την αρχή της αναλογικότητας των αντιθέτων.
Σας αποτρέπω με αυτό που είπα; Να το ξεχάσετε· εκτός αν το παιχνίδι σάς διασκεδάζει. Ποτέ ο Ζαρί δεν πέφτει στην παγίδα της διανοητικότητας. Ο Υμπύ του έχει σάρκα και οστά. Είναι τόσο ανθρώπινος, που θα σας αρέσει πολύ, μα πάρα πολύ.
 
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=hsjFiLg8F4Q[/youtube]
 
[youtube]http://www.youtube.com/watch?v=zWSxTqTjDLE[/youtube]
 
Περισσότερα…
 

Αντονέν Αρτώ & το θέατρο της σκληρότητας

“…Προσοχή στα λογικά σας, κύριοι, προσοχή στα λογικά σας.
Δεν ξέρετε ως που θα μας σύρει το μίσος για τη λογική…”
“Πέρασα εννέα χρόνια της ζωής μου στο ψυχιατρείο και δεν είχα ποτέ την έμμονη ιδέα να αυτοκτονήσω. Ωστόσο, κάθε συνομιλία με τον ψυχίατρο, κάθε πρωί στην ώρα της επίσκεψής του, με έκανε να θέλω να κρεμαστώ όταν συνειδητοποιούσα ότι δεν ήμουν σε θέση να του κόψω τον λαιμό..”
OLYMPUS DIGITAL CAMERA
“Αν το θέατρο θέλει να μας ξαναγίνει αναγκαίο, πρέπει να μας δώσει όλα αυτά τα στοιχεία που υπάρχουν στον έρωτα, το έγκλημα, στον πόλεμο ή στην τρέλα”.
Ο Αντονέν Αρτώ (Αντουάν Μαρί-Ζοζέφ Αρτώ) γεννήθηκε στη Μασσαλία το Σεπτέμβρη του 1896.
Υπήρξε ηθοποιός, ποιητής, σκηνοθέτης, συγγραφέας, σκηνογράφος, ενδυματολόγος και θεωρητικός του θεάτρου.  Με τη ζωή και το έργο του, μα κυρίως το όραμά του, σημάδεψε την τέχνη… μάλλον ανεπανόρθωτα. Άνηκε για λίγο στον κύκλο των σουρεαλιστών και είναι ο εμπνευστής του “θεάτρου της σκληρότητας”. Έγραψε θεατρικά έργα, σενάρια, δοκίμια, κριτικές, ποιήματα, μανιφέστα και επιστολές – απίστευτα πολλές επιστολές- με ή χωρίς παραλήπτη.  Παρόλο που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει ο ίδιος το καλλιτεχνικό του όραμα, κατάφερε να επηρεάσει την εξέλιξη του θεάτρου. Η ζωή του μοιάζει με εκείνη του μάρτυρα, βασανισμένος από έναν πόνο σωματικό, στον οποίο έδινε μεταφυσική διάσταση, τυραννισμένος απ’ την κατάθλιψη και τον νευρικό κλονισμό, εθισμένος στο όπιο και τα κατασταλτικά, ιδιοφυής και αγνοημένος απ’ τους συγχρόνους του ως τρελός, τράβηξε τον προσωπικό του δρόμο – όσο πήγαινε- χωρίς πισογυρίσματα, χωρίς μετάνοιες, χωρίς κυρίως να “Ομολογήσει ποτέ”. Αυτή η ζωή που έζησε μοιάζει να ‘ναι το τίμημα για τον πόλεμο που είχε κηρύξει στον θεό, έναν πόλεμο στον οποίο κανείς απ’ τις δύο μεριές δεν έδειξε έλεος στον εχθρό, και δε νοιάζονταν για αιχμαλώτους. Ήταν αγώνας ζωής και θανάτου, όπου ένας απ’ τους δύο έπρεπε να σκοτωθεί για να μπορέσει να ζήσει ο άλλος.
“Είναι δύσκολο να με πιστέψουν και βλέπω ήδη το κοινό να σηκώνει τους ώμους του αλλά ο λεγάμενος χριστός είναι κείνος που μπροστά στο θέαμα της μουνόψειρας του θεού δέχτηκε να ζήσει χωρίς σώμα ενώ μια στρατιά από ανθρώπους, αποκαθηλωμένοι από ένα σταυρό όπου ο θεός από καιρό πίστευε πως τους είχε καρφωμένους, επαναστάτησε, και πάνοπλη από σίδερο, από φωτιά και από κόκαλα, προχωράει, βρίζοντας τον Αόρατο για να ξεμπερδέψει μια για πάντα με την ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.”
“Γεννήθηκα μ’ ένα κορμί βασανισμένο, παραποιημένο όπως το τεράστιο βουνό…”
Σ’ όλη του τη ζωή θ’ αντιμετωπίζει προβλήματα με την υγεία του. Από έμβρυο ακόμη κινδύνεψε να πεθάνει ενώ στα τέσσερα χρόνια του πέρασε μια βαριά μηνιγγίτιδα. Έπασχε από νεαρός ακόμη, από νευραλγία ενώ στην εφηβεία εμφάνισε τις πρώτες του επιληπτικές κρίσεις. Στα 21 του διαγνώστηκε πως πάσχει απο μια μορφή κληρονομικής σύφιλης. Νοσηλεύτηκε σε σανατόρια για πέντε χρόνια όπου και παρουσίασε κατάθλιψη ενώ εθίστηκε στο όπιο. Η κατάθλιψη και η χρήση ναρκωτικών θα τον συντροφεύουν πια ως το τέλος. “… υπάρχει ένα πράγμα που είναι κάτι, και που το νιώθω από κείνο που θέλει ΝΑ ΒΓΕΙ: η παρουσία του σωματικού μου πόνου, αυτή η απειλητική παρουσία που δε λέει να βαρεθεί ποτέ το σώμα μου…”
Μεσήλικας πια, παθαίνει συχνά νευρικούς κλονισμούς και το 1938 χαρακτηρίζεται “παράφρων”, συλλαμβάνεται και κλείνεται σε ψυχιατρικά άσυλα. Ο Dr. L., που συχνά αναφέρει ο Αρτώ και που δεν είναι άλλος απ’ τον Jacques Lacan, το 1939 μιλώντας στον Roger Blin, διέγνωσε πως ο Αρτώ “Θεραπεύτηκε, θα ζήσει μέχρι τα 80 και δεν θα ξαναγράψει τίποτα πια, θεραπεύτηκε.” Θα παραμείνει όμως έγκλειστος για τα επόμενα 9 χρόνια ενώ γράφει ασταμάτητα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κινδύνεψε να πεθάνει από ασιτία και με τη βοήθεια της μητέρας του και του Ντεσνός μεταφέρθηκε στο άσυλο Rodez. Εκεί τον υπέβαλλαν σε απανωτά ηλεκτροσόκ. Σε διάστημα λιγότερο από έναν χρόνο ο Αρτώ θα υποβληθεί σε περισσότερα από 51 ηλεκτροσόκ. Στη διάρκεια μιας “θεραπείας”, ο Αρτώ θα σπάσει το πλευρό του ενώ σε μια άλλη θα πέσει σε κώμα και θα ξυπνήσει στο νεκροτομείο. “…Με πίεζαν ακόμα και στο σώμα μου και μέχρι μέσα στο σώμα και τότε ήταν που τίναξα στον αέρα τα πάντα γιατί το σώμα μου  δεν θα αφήσω να τ’ αγγίξει κανένας πια.”
Αρχίζει να υποφέρει από αιμορραγία στα έντερα και θα χάσει όλα του τα δόντια. Το 1946 τελικά απελευθερώνεται αλλά είναι άρρωστος με καρκίνο στα έντερα και θα πεθάνει τελικά το 1948 από υπερβολική δόση ενός φαρμάκου.

Σουρεαλιστική επανάσταση

Απ’ το 1920 που ο Αρτώ εγκαθίσταται στο Παρίσι γνωρίζει τον κύκλο των Ντανταϊστών και γίνεται απ’ τα πρώτα μέλη του σουρεαλιστικού κινήματος. Έχει μεγάλες ελπίδες απ’ αυτό το κίνημα, απ’ την επανάσταση που διακηρήττουν. Στο τρίτο τεύχος της “La Révolution Surréaliste” γράφει:
“Αυτή η επανάσταση αποβλέπει σε μια γενική υποτίμηση των αξιών, στον εκφυλισμό του πνεύματος, στον περιορισμό του προφανούς, σε μια απόλυτη και ανανεωμένη σύγχυση των γλωσσών, στην ισοπέδωση της σκέψης”
Γίνεται διευθυντής της Σουρεαλιστικής Κεντρικής Επιτροπής, κρατά το ημερολόγιο του Γραφείου Σουρεαλιστικών Ερευνών, γράφει στην “Σουρεαλιστική Επανάσταση”. Ωστόσο δε θα μείνει για πολύ. Η άρνησή του να χρησιμοποιήσει την “αυτόματη γραφή”, η μεταφυσικές εμμονές του, η διαγραφή του φίλου του Ροζέ Βιτράκ απ’ την ομάδα, η προσχώρηση των σουρεαλιστών στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, οδηγούν στη διαγραφή του το 1926. Ο Αντρέ Μπρετόν αναφωνεί “Δεν αντέχω να έχω να κάνω με τον ανισόρροπο!” και ο Αρτώ “.Δεν έχω προσωπικό μίσος. Τους απωθώ και τους καταδικάζω μια κι έξω, αποδίδοντας στον καθένα τους όλη την εκτίμηση κι ακόμα όλο το θαυμασμό που αξίζουν για τα έργα τους ή για το πνεύμα τους.. δεν έχω την αφέλεια όπως αυτοί να τους γυρίσω την πλάτη και να τους αρνηθώ κάθε ταλέντο απ’ τη στιγμή που έπαψαν να είναι φίλοι μου”. Ο Αρτώ κατηγορεί τους σουρεαλιστές για καιροσκοπισμό και αρνείται να δεχτεί ότι η επανάσταση για την οποία μιλούσαν, μπορούσε να χωρέσει μέσα στο Κομμουνιστικό ή σ’ οποιοδήποτε άλλο Κόμμα. Ο Αρτώ θα ζητά πάντα την απελευθέρωση του ανθρώπου, μέσα από μια επανάσταση εσωτερική κι ενώ δεν αρνείται την κοινωνική επανάσταση θεωρεί πως δεν μπορεί να προηγείται της επανάστασης ενάντια στην πραγματικότητα “Η εξωτερική μεταμόρφωση είναι ένα πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί από πλεόνασμα”. Η βασικότερη όμως -κατά τη γνώμη μου- αιτία της αποχώρησης του απ’ την σουρεαλιστική ομάδα είναι η άρνηση του να δεχτεί να υπακούσει οποιαδήποτε λογική αναγκαιότητα. Και στάθηκε συνεπής σ’ αυτή τη στάση. “Δε θέλησα να εμπιστευτώ παρά στον εαυτό μου τη φροντίδα να καθορίσω τα όριά μου, το ότι απαιτώ να μ’ αφήσουν ελεύθερο και κύριο της ίδιας μου της δράσης. Μα τι να την κάνω εγώ όλη την Επανάσταση του κόσμου αν ξέρω ότι παραμένω αιώνια δυστυχισμένος και άθλιος μες στην καρδιά της ίδιας μου της λειψανοθήκης;” Απαντώντας στην επίθεση που δέχτηκε απ’ τους παλιούς του συντρόφους κάνει τον απολογισμό για την συμμετοχή του στο κίνημα:
“Ο σουρεαλισμός υπήρξε αυτή η δυναμική ελπίδα, η ακατάληπτη και πιθανόν απατηλή όπως και κάθε άλλη, που όμως σε ωθεί ακούσια να παίξεις το τελευταίο χαρτί, να κρεμαστείς απ’ οποιαδήποτε φαντασίωση έστω κι αν αυτή ξεγελάσει για λίγο το πνεύμα. Ο σουρεαλισμός δεν μπορούσε να μου ξαναδώσει μια χαμένη ουσία, αλλά μου έμαθε να μην αναζητώ μέσα στην εργασία της σκέψης μια συνέχεια που μου είχε γίνει ανέφικτη, και να μπορώ να αρκούμαι στα φαντάσματα που το μυαλό μου έσερνε μπροστά μου”.
 

Το Θέατρο “ΑΛΦΡΕ ΖΑΡΡΥ”

Ένα ακόμα θέμα διαμάχης με τους σουρεαλιστές είναι το θέατρο. Ο Αρτώ το θεωρεί πολύ σημαντικό ενώ οι σουρεαλιστές ανώφελη διασκέδαση για τους αστούς. Έτσι η ίδρυση του θεάτρου “Αλφρέ Ζαρρύ” συνέβαλε κι αυτή στην αποπομπή του απ’ την ομάδα τους. Η πρώτη απόπειρα να ιδρυθεί το θέατρο “Αλφρέ Ζαρρύ”, έγινε το 1926. Πρωτεργάτες τού ήταν οι Αρτώ, Βιτράκ και Αρόν. Παραιτήθηκαν όμως αρχικά από την προσπάθεια με αποτέλεσμα ένα μανιφέστο με τον τίτλο “Μανιφέστο ενός θεάτρου που πνίγηκε στη γέννησή του” Οι προσπάθειες ξεκίνησαν πάλι το Φλεβάρη του 1827 και τελικά το θέατρο θα ξεκινήσει τη λειτουργία του, τον Ιούνη του ίδιου χρόνου. Ο Dullin τους παραχωρεί έναν χώρο για πρόβες και στην 1η και 2η του Ιούνη ξεκινούν τις παραστάσεις στο νοικιασμένο Thèâtre de Grenelle. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα έργο απ’ τον καθένα τους.
Έτσι ανεβαίνουν τα έργα:
“Les Mystères de l’amour” (“Τα μυστήρια του έρωτα”) του Ροζέ Βιτράκ
“Ventre brûlé ou la mère folle” (“Η τρελή Μάνα”)του Αντονέν Αρτώ
“Gigogne” του Ρομπέρ Αρόν, που το υπογράφει με το ψευδώνυμο Max Robur
Το θέατρο θα λειτουργεί ως το 1929 και θα ανέβουν τα έργα:
“Ο κλήρος του Μεσημεριού” (η 1η πράξη του έργου) του Πωλ Κλωντέλ, που ανέβηκε χωρίς την άδεια του συγγραφέα, μαζί με το φίλμ “Μάνα” του Μπουντόβκιν, που βασίζεται στο θεατρικό του Γκόρκι, τον Γενάρη του 1828 στην Comédie des Champs-Elysées
“Ονειρόδραμα” του Στρίντμπεργκ, τον Ιούνη του 1828 στο Théâtre de l’Avenue
“Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία” του Βιτράκ, τον Δεκέμβρη του 1928 και τον Γενάρη του 1929 στην Comédie des Champs-Elysées

Tο θέατρο της σκληρότητας

Το θέατρο “Αλφρέ Ζαρρύ” έκλεισε για οικονομικούς λόγους και ο Αρτώ ξεκίνησε μια προσπάθεια να ιδρύσει ένα νέο θέατρο, το “Θέατρο της Σκληρότητας” (“Théâtre de la Cruauté”).
Θα τα καταφέρει το 1935, ανεβάζοντας τους “Τσέντσι” (“Les cenci”), απ’ την πεντάπρακτη τραγωδία του Shelley (1819) και το διήγημα του Stendhal (1837). les cenci
“les Cenci” τραγωδία σε τέσσερις πράξεις και δέκα σκηνές
Διασκευή – Σκηνοθεσία: Antonin Artaud
Σκηνικά – Κοστούμια: Balthus
Μουσική: Désormières
Διανομή:
Antonin Artaud – Francesco Cenci
Cécile Brusson – Lucretia
Iya Abdy – Beatrice
Julien Bertheau – Giacomo
Η πρεμιέρα δόθηκε τον Μάη του 1935 στo θέατρο Folies Wagram.
Το κείμενο όπως λέει ο Αρτώ έθετε σε αμφισβήτηση “όλες τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας, της τάξης, της δικαιοσύνης, της θρησκείας, της οικογένειας, του έθνους”.
Η παράσταση κρίθηκε ως αποτυχία από κοινό και κριτικούς κι έμεινε μόνο 17 μέρες στη σκηνή.
Η οικονομική αποτυχία του εγχειρήματος απογοήτευσε πολύ τον Αρτώ, που δε θα ξανασκηνοθετήσει για το θέατρο έκτοτε.
Η παράσταση όμως αυτή έθεσε σ’ εφαρμογή τη θεωρία του Αρτώ για το νέο είδος θεάτρου που οραματιζόταν στα μανιφέστα για το “Θέατρο της Σκληρότητας” (“Le Théâtre de la cruauté”, 1933, 1935), που δημοσιεύτηκαν στην Nouvelle Revue Française (NRF).
Η αρχή είχε γίνει το 1931 όταν στο πλαίσιο της αποικιακής έκθεσης στο Παρίσι παρακολούθησε έναν θίασο απ’ το Μπαλί. Αυτή ήταν η αφορμή ν’ αποκρυσταλλωθεί το αίτημα του Αρτώ για ένα νέο είδος θεάτρου, διαφορετικό απ’ το λογοκρατούμενο Δυτικό θέατρο, που θα δίνει έμφαση στο χορό, τη μουσική, την κίνηση, την τελετουργία. Έτσι γεννιέται η ιδέα του «περί μαγικού θεάτρου», και ζητά το θέατρο να ξεφύγει πια απ’ τη λογοτεχνία και να γυρίσει στις αρχέγονες ρίζες του, τα τελετουργικά δρώμενα.
Στα άρθρα-μανιφέστα που δημοσιεύει, ζητά να βρει το θέατρο τη λειτουργική του δύναμη, υμνεί το αρχέγονο θέατρο και ομολογεί την πίστη του σ’ ένα γυμνό-απογυμνωμένο θέατρο, που θα βασίζεται στην απόλυτη χειρονομία και σε σ’ έναν ηθοποιό – ιερογλυφικό σύμβολο που θα παίρνει κάθε φορά άλλη μορφή, ενώ ο συγγραφέας θα είναι ο πραγματικός συγγραφέας της παράστασης.
Έτσι διαμορφώνεται η θεωρία για το «θέατρο της σκληρότητας», που έχει ως στόχο να βγάλει στην επιφάνεια τα ορμέμφυτα του θεατή.
Όλα αυτά τα κείμενα του Αρτώ συγκεντρώθηκαν στον τόμο “Le Théâtre et son double” και κυκλοφόρησαν το 1938 απ’ τις εκδόσεις Gallimard, στη συλλογή ” Métamorphoses”, σε 400 αριθμημένα αντίτυπα.
Ο τόμος αυτός περιλαμβάνει τα κείμενα απ’ τις ομιλίες του Αρτώ
“Le Théâtre et la peste”
“La Mise en scène et la métaphysique”
Τα άρθρα:
“Sur le théâtre balinais”
“Le Théâtre alchimique”
Τα 2 μανιφέστα για το θέατρο της σκληρότητας και πολλές επιστολές που γράφτηκαν ανάμεσα στο 1932 και το 1937.
“… θ’ αφιερωθώ αποκλειστικά πια στο θέατρο έτσι όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι ένα θέατρο που σε κάθε παράσταση θα δίνει ένα κέρδος σωματικό τόσο σ’ αυτόν που παίζει ένα ρόλο όσο και σ’ αυτόν που βλέπει να παίζεται ένας ρόλος εξάλλου στο θέατρο δεν παίζεις, δρας. Στην πραγματικότητα το θέατρο είναι η γέννηση της δημιουργίας Αυτό θα γίνει.”
Η μοναδική σκηνοθεσία που έκανε μετά τους “Τσέντσι” ήταν όχι πια για το θέατρο, αλλά για το ραδιόφωνο. Το 1947 ηχογράφησε το “Pour en finir avec le jugement de Dieu” (“Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του θεού”) ως μια μικρογραφία αυτού που εννοούσε “θεάτρο της σκληρότητας”.
Το κείμενο γράφτηκε μέσα στο άσυλο και κάνει κατά μέτωπο επίθεση -την τελευταία του- στον χριστιανισμό, την ψυχιατρική, τον πόλεμο.
Πιστό στην θεωρία του της σκληρότητας, το “Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του θεού” είναι ένα παράφορο έργο, γεμάτο ουρλιαχτά και παράξενους ήχους, σκοτεινή ατμόσφαιρα και άγρια γλώσσα.
Το έργο λογοκρίθηκε την τελεταία στιγμή πριν βγεί στον αέρα και ο Ferdinand Pouey που το είχε αναλάβει, παραιτήθηκε απ’ τον ραδιοφωνικό σταθμό σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πολλοί διανοούμενοι και καλλιτέχνες διαμαρτυρήθηκαν και ο Αρτώ κατάφερε να οργανώσει 2 ιδιωτικές παρουσιάσεις του, αλλά έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια για ν’ ακουστεί απ’ το ραδιόφωνο.
“Pour en finir avec le jugement de Dieu”
με τους Antonin Artaud, Roger Blin, Paule Thevenin και Maria Casares
Διαβάστε το κείμενο στα αγγλικά εδώ
καθώς και τη μελέτη του Marc Dachy a devil of a snag – the story of a banned broadcast
“Στο σημείο της κατάπτωσης που έχει φτάσει η ευαισθησία μας, είναι σίγουρο πως, πάνω απ’ όλα, έχουμε ανάγκη από ένα θέατρο που να μας ξεκουνήσει νεύρα και καρδιά.”

Σύνδεσμοι

ANTONIN ARTAUD
IN THEORY, PROCESS AND PRAXIS OR,
FOR FUN AND PROPHET

Μια θαυμάσια μελέτη για τον Αρτώ και την επιρροή που άσκησε στο θέατρο απ’ τον Richard Lee Gaffield-Knight
Antonin Artaud
H επίσημη ιστοσελίδα στ’ αγγλικά
Αντονέν Αρτώ – Βικιπαίδεια
Σύντομη βιογραφία και εργογραφία
Antonin Artaud – Biographicon
Εκτεταμένη βιογραφία, αγγλική βιβλιογραφία, ανάλυση της φιλοσοφίας του Αρτώ και του “θεάτρου της Σκληρότητας”
A note on Antonin Artaud
Βιογραφία
The Virtual Reality of Theater
Μελέτη για το “θέατρο της σκληρότητας”, του Samuel Weber
Βακχικόν: “Heliogabale : Ou L’ Anarchiste Couronne” – Antonin Artaud (1934)
Πολύ καλή βιογραφία και βιβλιογραφία στα ελληνικά με αφορμη τον “Ηλιογάβαλο”
Monsieur Artaud, you are raving!
Απ’ το Delhi University & National School of Drama, ένα κείμενο των Andréine & Bernard Bel, για την ψυχική διαταραχή του Αντονέν Αρτώ
Antonin Artaud
Αφιέρωμα στον Αρτώ απ’ την ομάδα Facta Non Verba
ART MINIMAL & CONCEPTUAL ONLY
Antonin Artaud

Ποιήματα, γραπτά και σχέδια του Αρτώ
ΒΙΒΛΙΑ

Στην ελληνική βιβλιογραφία τα βιβλία που μπορούμε να βρούμε για τον Αρτώ:

Το θέατρο και το είδωλό του
Επαναστατικά μηνύματα
Ταξίδι στη χώρα των Ταραχουμάρα
Για να τελειώνουμε με την υπόθεση του Θεού
Η μεγάλη ημέρα και η μεγάλη νύχτα
Το θέατρο και το είδωλό του
Η τέχνη και ο θάνατος
Ο ηλιογάβαλος ή ο εστεμμένος αναρχικός

Αρχιτέκτονες του σύγχρονου θεάτρου
Βαν Γκογκ ο αυτόχειρας της κοινωνίας

Ο καλόγερος (του Λιούις)
 
Πηγή…