Skip to content
Ο Josef Sudek γεννήθηκε στις 17 Μαρτίου 1896 στο Kolín της Βοημίας, που τότε ανήκε στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και σήμερα στην Τσεχία. Ο πατέρας ήταν ελαιοχρωματιστής και πέθανε όταν ο Josef ήταν 2 ετών. Στο σχολείο ήταν κακός μαθητής και οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν λέγοντας ότι θα καταλήξει σε αγχόνη ή βοσκός. Ωστόσο αγαπούσε πολύ και τα βιβλία, αποφάσισε να γίνει βιβλιοδέτης και στα δεκαεπτά του χρόνια απέκτησε το σχετικό δίπλωμα. Η αδελφή του σπούδασε φωτογραφία. Ο ίδιος άρχισε αθόρυβα να ασχολείται με τη φωτογραφία παράλληλα με την βιβλιοδεσία. Με μια παλιά μηχανή έκανε κυρίως πορτραίτα τού εαυτού του καθώς και τοπία και εικόνες τής Πράγας. Πριν πάει στρατό είχε κιόλας γεμίσει ένα άλμπουμ με 150 φωτογραφίες.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε στον Αυστροουγγρικό στρατό. Το 1916, πολεμώντας στην Ιταλία, τραυματίστηκε στο δεξί χέρι, το οποίο και ακρωτηριάστηκε. Ο ίδιος αντιμετώπισε το γεγονός στωικά, λέγοντας ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα χάνοντας το κεφάλι του.
Περισσότερα..
Η Julia Margaret Cameron γεννήθηκε ως Julia Margaret Pattle στην Καλκούτα της Ινδίας από μια ευκατάστατη οικογένεια Βρετανών. Οι γονείς της, πατέρας αυταρχικός αξιωματικός του Βρετανικού στρατού και η μητέρα της καλλιεργημένη Γαλλίδα αριστοκράτισσα, συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του δυναμικού, αλλά ευαίσθητου χαρακτήρα της. Η ενασχόλησή της με την φωτογραφία άρχισε τυχαία, όταν η κόρη της τής έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή. Ήταν τότε 48 χρονών. Μπροστά από το φωτογραφικό της φακό στάθηκαν όλα τα πρόσωπα του περιβάλλοντος της. Συγγενείς, υπηρέτες και όλοι οι σπουδαίοι φίλοι της. Δούλευε με την μέθοδο του υγρού κολλοδίου σε ένα πρόχειρο σκοτεινό θάλαμο και ένα στούντιο που έστησε στον κήπο της. Πάντοτε πορτραίτα, με φυσικό και δραματικό φωτισμό σε κλειστούς χώρους χωρίς ευκρίνεια αλλά με μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα, ντύνοντας συνήθως τα μοντέλα της και σκηνοθετώντας σκηνές φανταστικές. Με βαθιά πίστη στη καλλιτεχνική αξία του έργου της, δούλεψε ασταμάτητα, φροντίζοντας μάλιστα φωτογραφίες της να εκτεθούν σαν έργα τέχνης. Ήταν η πρώτη που έκανε επίτηδες φλου φωτογραφίες, άποψη για την οποία της επετέθη μεταξύ άλλων ο, μέτριος ως φωτογράφος αλλά σημαντικός συγγραφέας, Louis Carol. «Μα δεν καταλαβαίνουν ότι ξέρω τι κάνω; Προφανώς επίτηδες τις έχω έτσι», απαντούσε. Οι φωτογραφίες της θυμίζουν τη ζωγραφική των φίλων της προραφαηλιτών ζωγράφων, αλλά φέρουν και στοιχεία της πρώιμης αναγέννησης. Ωστόσο, δεν έκανε πικτοριαλιστική φωτογραφία, ζωγραφική απομίμηση. Από το ημερολόγιό της άλλωστε φαίνεται ότι ήταν απόλυτα συνειδητή για το ότι έκανε τέχνη σε μια εποχή που η φωτογραφία δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί ως τέτοια. Μεταξύ των πιο διάσημων πορτρέτων της είναι αυτό της Αλις Λίντελ με τίτλο «Alethea» (από το οποίο κατά κάποιο τρόπο ξεκίνησε και η ιστορία της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων).
Περισσότερα..
Bruce Davidson γεννήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 1933 στο Oak Park, κοντά στο Σικάγο. Η οικογένειά του ήταν εβραϊκή, προερχόμενη από την Πολωνία. Οι γονείς του έκαναν δύο παιδιά, αλλά χώρισαν όταν αυτά ήταν πολύ μικρά, λίγο πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο σχολείο ο Davidson ήταν μέτριος μαθητής, πράγμα που ο ίδιος θα αποδώσει αργότερα στον χωρισμό των γονιών και στον θάνατο της γιαγιάς του, γεγονότα που του ενίσχυσαν επίσης μιαν έμφυτη τάση μοναχικότητας. Κι αυτό παρόλο που η μητέρα του αγαπούσε πολύ τα παιδιά της και δούλεψε σκληρά για να τα μεγαλώσει.
Σε ηλικία μόλις δέκα ετών έρχεται σε επαφή με τη φωτογραφία μέσω ενός φίλου του και με τις οικονομίες του αγοράζει μια φωτογραφική μηχανή και στήνει έναν υποτυπώδη σκοτεινό θάλαμο. Λίγα χρόνια αργότερα πιάνει δουλειά βοηθού σε ένα φωτογραφικό κατάστημα. Γνωρίζεται με έναν επαγγελματία φωτογράφο, που τον παίρνει βοηθό στο εργαστήριό του, και έτσι μαθαίνει όλα τα μυστικά τής τεχνικής τής φωτογραφίας. Παραμένει πολύ μέτριος μαθητής παρά τις προσπάθειες τής μητέρας του. Όταν αυτή ξαναπαντρεύεται, ο νέος της σύζυγος θα τον βοηθήσει να φτιάξει έναν σωστό σκοτεινό θάλαμο και θα τού χαρίσει τη δική του καλή φωτογραφική μηχανή, μια Kodak medalist.
Παρόλα αυτά ο μικρός Davidson νοιώθει μόνος και μελαγχολικός και το μόνο που τον ευχαριστεί είναι να φωτογραφίζει στους δρόμους τού Σικάγο, κυρίως τη νύχτα. Τον τελευταίο χρόνο τού σχολείου κερδίζει το πρώτο βραβείο σε έναν διαγωνισμό τής Kodak. Ο πατριός του καταφέρνει να τον δεχτούν ως υποψήφιο στη φωτογραφική σχολή τού Ινστιτούτου Τεχνολογίας τού Rochester (RIT) και ο ίδιος προετοιμάζεται δουλεύοντας πολύ σκληρά, έτσι που τελικά γίνεται δεκτός.
Περισσότερα..
Το πραγματικό του όνομα ήταν Emmanuel Rudzitsky και γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Πενσυλβανίας στην Αμερική το 1890, ενώ μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέα Υόρκης. Την περίοδο 1910-1911 παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής αφού προηγουμένως έχει αρνηθεί μια υποτροφία για σπουδές στην αρχιτεκτονική. Το 1915 πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση ζωγραφικής, στη Νέα Υόρκη γεγονός που αποτελεί επίσης την αφορμή ώστε να ασχοληθεί με τη φωτογραφία, καθώς φωτογραφίζει ο ίδιος τα έργα του για την δημιουργία καταλόγου. Από εκείνη τη στιγμή, ο Μαν Ραίη αφοσιώνεται στο φωτογραφικό μέσο και οι πρώτες σημαντικές φωτογραφίες του παρουσιάζονται το 1918.
Παράλληλα, ο Μαν Ραίη μαζί με τον Μαρσέλ Ντυσάν, συμμετέχουν στην οργάνωση ενός ντανταϊστικού ρεύματος στην Αμερική, την ίδια εποχή που ο ντανταϊσμός σημειώνει άνθιση στην Ευρώπη. Ακολουθεί η έκδοση ενός μοναδικού τεύχους της επιθεώρησης New York Dada το 1920, ωστόσο ο ίδιος ο Μαν Ραίη αποφαίνεται πως το ρεύμα του ντανταϊσμού δεν είναι εφικτό να αναπτυχθεί στην Αμερική.
Το καλοκαίρι του 1921 εγκαταλείπει τις Ηνωμένες πολιτείες και εγκαθίσταται στο Παρίσι. Η περίοδος που ακολουθεί είναι ίσως η πιο δημιουργική για τον Μαν Ραίη, ο οποίος συνεχίζει να ασχολείται με τη φωτογραφία διαμορφώνοντας ένα ιδιαίτερο ύφος αλλά και μια προσωπική τεχνική. Πολύ σύντομα από την άφιξή του στη Γαλλία, χρησιμοποιεί τις αποκαλούμενες Ραιη-γραφίες (rayographies) φωτογραφίες που παράγονται τοποθετώντας αντικείμενα πάνω σε μια φωτοευαίσθητη επιφάνεια και στη συνέχεια με έκθεσή τους σε φως. Η τεχνική αυτή στην πραγματικότητα ήταν ήδη γνωστή, ωστόσο ο Μαν Ραίη την υϊοθέτησε για αμιγώς καλλιτεχνικούς σκοπούς.
Το 1925 συμμετέχει μαζί με τους Μαξ Ερνστ, Χουάν Μιρό, Πάμπλο Πικάσσο και Ζαν Αρπ στην πρώτη υπερρεαλιστική έκθεση που πραγματοποείται στο Παρίσι.
Την δεκαετία του 1930 ο Μαν Ραίη επινοεί μαζί με τη βοηθό του Lee Miller την μέθοδο που καλείται solarization και ουσιαστικά αποτελεί το φαινόμενο Sabatier στη διαδικασία της φωτογραφικής εκτύπωσης.
Παράλληλα με τις υπερρεαλιστικές φωτογραφίες του, το έργο του Μαν Ραίη περιλαμβάνει και μια πληθώρα πορτρέτων, συμπεριλαμβανομένων και γνωστών καλλιτεχνών όπως του Ζαν Κοκτώ, του Ανρί Ματίς καθώς και των υπερρεαλιστών Αντρέ Μπρετόν, Τριστάν Τζαρά, Μαρσέλ Ντυσάν, Μαξ Ερνστ και άλλων.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του επέστρεψε στις Ηνωμένες πολιτείες όπου έζησε στην Καλιφόρνια. Πέθανε το 1976 στην Γαλλία.
Ο Man Ray υπήρξε ένας “ανατρεπτικός” της τέχνης , όντας “αναρχικός” με την φωτογραφία και με κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Εκτος από φωτογράφος ήταν ζωγράφος, ποιητής, κινηματογραφιστής μα προπάντων ήταν ο πρωτοπόρος του αμερικανικου μοντερνισμού, “πειραματικός” καθόλη την πορεία του χάρισε “αιρετικές” και μη στιγμές στην ιστορία της τέχνης..
Ο Erwitt γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου 1928 στο Παρίσι από Ρωσο-εβραίους μετανάστες. Φοιτά το 1934 σε δημοτικό σχολείο στην Ιταλία, όπου είχαν μετακομίσει οι γονείς του, αλλά το 1939 η οικογένεια Erwitt αποφασίζει να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες, αρχικά στη Νέα Υόρκη και έπειτα από 2 χρόνια στο Λος Άντζελες. Εκεί σπούδασε φωτογραφία και κινηματογράφο στο Los Angeles City College. Μετά την μετακόμισή του στη Νέα Υόρκη το 1946, παρακολουθεί ένα σεμινάριο ιστορίας του κινηματογράφου στο New School for Social Research, ανταλλάσσοντας το κόστος των μαθημάτων με την προσωπική του εργασία στην ίδια σχολή. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1950. Ασχολείται με πολλά είδη φωτογραφίας: διαφημιστική, κινηματογραφική, βιομηχανική, μόδας, ρεπορτάζ κ.ά. Εξέδωσε περισσότερα από 20 βιβλία και έκανε πολλές εκθέσεις σε μεγάλα μουσεία και εκθεσιακούς χώρους σε πολλές πόλεις σε όλον τον κόσμο. Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να είναι ενεργός φωτογράφος και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο.
Περισσότερα..
Κι άλλα..
Μια εξαιρετικη περιπτωση ανθρωπου και προσπαθειας με αποτελεσμα, ο Pete Eckert, ολικα τυφλος, αλλα παντα “οπτικος τυπος” οπως δηλωνει, μας εκπλητει με το εργο του. Αρχικα ξυλουργος -καλλιτεχνης, οταν πριν χρονια τυφλωθηκε, αρχισε να βλεπει τον κοσμο διαφορετικα και ασχοληθηκε με αυτο που κανεις δεν θα περιμενε: Την φωτογραφια. Η δουλεια του ειχε επιτυχια, παρουσιαστηκε και βραβευτηκε σε πολλες εκθεσεις ανα τον κοσμο.
Περισσότερα..
O Michael Ackerman γεννήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1967 στο Τελ Αβιβ.Το 1974 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη με την οικογένεια του και το 1985 ξεκίνησε να σπουδάσει στο New York University in Alabany. Το 1990 παραταει το πανεπιστήμιο και ξεκινάει τη φωτογραφία στο δρόμο και τα night clubs.Δημιουργεί ένα σκοτεινό θάλαμο στην κουζίνα του σπιτιού του και την ιδία χρονιά στέλνει φωτογραφίες σε μια free( press)εφημερίδα.
Περισσότερα..
O Anders Petersen θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς Ευρωπαίους φωτογράφους της εποχής μας. Γεννήθηκε στην Στοκχόλμη το 1944 και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας με την γιαγιά του. Μια παιδική ηλικία που έχει στοιχειώσει στην μνήμη του και απόηχους της οποίας προσπαθεί να ανακαλύψει στις φωτογραφίες του. Ο ίδιος έχει πει ότι ο ρόλος των αναμνήσεων είναι καθοριστικός στην φωτογραφία του. Στα 18 του αποφάσισε να γνωρίσει τον κόσμο. Πρώτος και καθοριστικός για την φωτογραφική του εξέλιξη σταθμός, το Αμβούργο. Εκεί τον τράβηξε η νύχτα και οι άνθρωποι του κοινωνικού περιθωρίου. Σύχναζε σε κακόφημα μέρη, γνώρισε πόρνες, αλκοολικούς και ναρκομανείς. Οι φωτογραφίες αυτής της περιόδου αποτέλεσαν το υλικό για το πρώτο του μεγάλο project και ένα από τα εμβληματικά βιβλία της σύγχρονης ευρωπαϊκής φωτογραφίας με τον τίτλο «Café Lehmitz». Στην συνέχεια και αφού εν τω μεταξύ έκανε κάποιες σπουδές φωτογραφίας στην Στοκχόλμη, φωτογράφησε για πολλά χρόνια σε άσυλα, φυλακές, γηροκομεία και γενικά σε χώρους όπου η κοινωνία «τακτοποιεί» τα απόβλητά της.
Οι φωτογραφίες του, προδίδουν μια έντονη, πολλές φορές σοκαριστική αμεσότητα, αν και ποτέ δεν γελοιοποιούν, ούτε αντιμετωπίζουν τα θέματα με ηδονοβλεπτική διάθεση. Ο ίδιος λέει, «προσπαθώ να είμαι πρωτόγονος, γνοιάζομαι για τα βασικά, για ένα είδος φωτογραφίας που δεν είναι καθόλου εγκεφαλική και που έχει να κάνει περισσότερο με τις αισθήσεις, τα ένστικτα και την καρδιά.
Προσπαθώ να μην σκέφτομαι όταν φωτογραφίζω, σκέφτομαι πριν και μετά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα». Ένας παθιασμένος φωτογράφος που στην ερώτηση, τι σημαίνει σπίτι για σένα απαντά, «σπίτι με την πρακτική σημασία της λέξης για μένα, είναι εκεί που έχω τα βιβλία μου!
Με μια πιο ευρεία έννοια, σπίτι μου είναι οπουδήποτε μπορώ να συναντήσω ανθρώπους με τους οποίους ταυτίζομαι.»
Περισσότερα..
Ο Rimaldas Viksraitis είναι ένας Λιθουανός φωτογράφος . Φωτογραφίζει εκεί όπου ζει,
στα χωριά και στην εξοχή, ένα τρόπο ζωής που τείνει να εξαφανιστεί.
Στον κόσμο του, οποιαδήποτε φαινομενική «δυσλειτουργία» των συγχωριανών του, που οφείλεται στην ανεξέλεγκτη κατανάλωση αλκοόλ, αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο των φωτογραφιών του. όλοι ζούνε μες την καλή χαρά.
Συμμετέχει στα πάρτι τους, πίνει και ο ίδιος μαζί τους, κάθεται και συνομιλεί με τα «θεματα» του. Η κοινωνία τους παραμένει ανέπαφη από gadgets του σύγχρονου τρόπου ζωής που συχνά εξαλείφουν κάθε ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ των μελώ ν της.
Είναι καταφανές πως ο φωτογράφος είναι ευτυχισμένος και εξοικιωμένος με αυτό που κάνει .
Τα μοντέλα του από την άλλη, φαίνονται να συνενούν με μεγάλη ευχαρίστηση να…βγούν από τα ρούχα τους! Υποθέτω πως αυτό οφείλεται στο αλκοόλ και τη θερμή ατμόσφαιρα ή ίσως και να επιδίδονται συχνα σε ομαδικό sex!
Το παζλ συμπληρώνουν διάφορα οικόσιτα και κατοικίδια ζώα που φαίνεται να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας. Ξεφυτρώνουν εκεί που δεν το περιμένεις.
Τα ζώα στις φωτογραφίες, όπως και οι άνθρωποι, φαίνονται κι αυτά εξοικιωμένα με τις καταστάσεις.
Έτσι, προκύπτουν παράδοξες και υπέροχες σουρεαλιστικές εικονές. Όλα αυτά φαντάζουν συναρπαστικά και άν μιλούσα Λιθουανικά θα συμμετείχα κι εγώ στο πάρτι!
Ωστόσο, δεδομένου ότι αυτό δεν θα συμβεί ποτέ ούτε σε μένα ούτε σε εσάς, Ο Viksraitis μας παρέχει μια θέση. Θεατές σε ένα έργο με πολύ συναίσθημα και αλκοόλ στο θέατρο του παραλόγου…
Martin Parr, November 2008
Grimaces of the Weary Village.
Οι ιστορίες των ανθρώπων ενός κόσμου που παρακμάζει.
Ένας άγνωστος φωτογράφος που ζει ανάμεσα τους και τους φωτογραφίζει.
Ένας διάσημος φωτογράφος που ανακαλύπτει τη δύναμη των φωτογραφιών του.
Ένα βραβείο, η φάρμα των ζώων, άφθονη βότκα κι ένα χωριό που.. βγαίνει κυριολεκτικά από τα ρούχα του.
Περισσότερα…
Κι άλλα..
O Misha Gordin, γεννήθηκε το 1946 στην Ρίγα της τότε Σοβιετικής Ενωσης και νυν Λετονίας. Εκανε σπουδές μηχανικού αεροσκαφών, αλλά δεν δούλεψε ποτέ στην πολιτική αεροπορία. Η πρώτη του δουλειά, ήταν ως μηχανικός ειδικών εφέ, στο Riga Motion Studios. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει ερασιτεχνικά στην ηλικία των 19 χρονών, κάνοντας κυρίως πoρτραίτα και φωτογραφία ρεπορτάζ. Απογοητευμένος από τα αποτελέσματα, σταματά να φωτογραφίζει εντελώς για δύο χρόνια, και όταν ξαναξεκινά, επικεντρώνεται στην δημιουργία εικαστικών concept με έντονο το ονειρικό και σουρεαλιστικό στοιχείο. Ανάμεσα στις βασικές του επιροές, οι Dostoevsky και Bulgakov, καθώς και οι σκηνοθέτες Tarkovsky και Parajanov. Το 1974 αφήνει την Ρίγα και ταξιδεύει στην Αμερική όπου ζει και εργάζεται ως σήμερα. Οι φωτογραφίες τού Misha Gordin έχουν αποσπάσει πολλά διεθνή βραβεία, και φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία και γκαλερί ανα τον κόσμο. Αξίζει να σημειωθεί, οτι όλες οι φωτογραφίες του είναι αποτέλεσμα δουλειάς στον σκοτεινό θάλαμο, όπου με το πέρασμα του χρόνου έχει αναπτύξει δικές του τεχνικές παραποίησης του (των) αρχικών καρέ. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος σε συνεντεύξεις του, δεν βρίσκει τον λόγο να ασχοληθεί με επεξεργασία μέσω υπολογιστή, από την στιγμή που ότι θέλει να κάνει, το κάνει στον σκοτεινό του θάλαμο.
Περισσότερα..